United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ έχεις δίκιο, είπα, κι ο τραχύς λόγος έχει άδικο. Έπρεπε να λέη: «Ευλογημένη η γη ένεκα σού». Και λέγοντας αυτό, γονάτισα κι ακκούμπησα το μετωπό μου στη γυναίκα μου και στο παιδί μου. Και κείνη με το χέρι, που της έμενε λεύτερο, μου χάδεψε τα μαλλιά. Ω είμαστε νέοι τότε, νέοι και πολύ ευτυχισμένοι. Δεν ανάφερα ως τώρα τόνομα της γυναικός μου και μου είναι ακόμα δύσκολο να το κάμω.

Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας πέντε; — Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί; — Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης; — Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς. Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·

Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζη και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία.

Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ. Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης.

Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνωτα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.

Ευλογημένη θα είνε η κατοικία εκείνη εάν η Λίγεια εισέλθη εις αυτήν εκουσίως. Ευλογημένη η στιγμή εκείνη, ευλογημένη η ζωή; Αλλά να την αρπάση διά της βίας θα ήτο το ίδιον ως να την εφόνευε διά παντός την ευτυχίαν εκείνην και συγχρόνως ως να κατέστρεφε και καθίστα μισητόν παν ό,τι πολύτιμον και προσφιλέστερον υπάρχει εις την ζωήν. Επί μόνη τη σκέψει ταύτη είχεν ήδη καταληφθή υπό φρίκης.

Μου το έδωσε η μαμά, έλεγε, όταν πήγα στο δάσος και ξαναγύρισα. Μου το έδωσε από τη χαρά της, που με ξαναείδε. Κ' η μαμά υπερασπιζότανε την παιδαγωγική της μέθοδο εναντίο κάθε κριτικής, σηκώνοντας ψηλά το μικρό Σβεν μπροστά σε όλους. Ευλογημένη να είναι! Είχε δίκιο.

Κ' εάν είχα μόνο μία πιθαμή τόπο στην οικουμένη, και ήξευρα πως η ευλογημένη γυναίκα που εκύτταξε τ' ορφανό μου εφτά μήνες εις το στρώμα του παιδιού της ευρίσκετ' εδώ πέρα ξένη, και δεν της έδιδα το αναπαυτήριο της κεφαλής μου να πατήση το ποδάρι τηςδεν θα έκλειεν ο Θεός την θύραν του ελέους του εις την προσευχήν μου; Δεν θα εσήκωνε την ευλογίαν από τα έργα των χειρών μου; Δεν θ' απέστρεφε το πρόσωπόν του από το κουρμπάνι μου; Έλα, ζαχαρένιε μου!

Κρατήσου απόψε· την εγκράτειαν αυτό θα σου ευκολύνη ολίγο την δεύτερην φοράν, καλήτερατην τρίτην· ότι το μάθημα ημπορεί και το καλούπι της φύσεως ν' αλλάξη και να κυριεύση τον διάβολον, ή ακόμη να τον αποδιώξη μ' ενέργειαν θαυμαστήν. Πάλιν καλή σου νύκτα· και όταν να ήσ' ευλογημένη επιθυμήσης, να μ' ευλογήσης θα ζητήσω. — Και ως προς τούτον

Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.