United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι; Η καλύβη ήτο κλειστή.

Ω! ωραία, ωραία Αφροδίτη! Έκφρων, έτρεξα προς τον καναπέν και προσεπάθησα να εξυπνήσω τον κοιμώμενόν διά να του ανακοινώσω την τρομεράν είδησιν. Τα μέλη του όμως ήσαν ξυλιασμένα, τα χείλη του πελιδνά . . . τα λαμποκοπούντα άλλοτε μάτια ήσαν &σβυσμένα από τον Θάνατον.& Ωπισθοχώρησα, κλονιζόμενος, προς την τράπεζαν.

Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη . . . Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην ότι ήτον φόβος να με ιδή, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.

Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον, εις τον δρόμον της εκκλησίας.

Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μουΠοτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.

Την στιγμήν εκείνην ήκουσα μέγαν θόρυβον έξω, δεξιόθεν του ναού, εις το μέρος όπου ήτο το παλαιόν κτίριον, το «στοιχειωμένον». Πάραυτα ήλθεν εις τον νουν μου η διήγησις της εξαδέλφης Μαχούλας. Έλαβον την λαμπάδα, και έτρεξα έξω της θύρας. Αύρα έπνεε ψυχρά, και ηπείλει να σβύση την λαμπάδα. Επειδή εδέησε να περιστεγάσω το φως διά της παλάμης, δεν έβλεπον τίποτε πέραν του τοίχου του ναού.

Εν τούτοις, ότε έτρεξα να βοηθήσω την Νίσαιαν, οι Αθηναίοι, μολονότι πλειότεροι, δεν ετόλμησαν να συμπλακούν με τον στρατόν τούτον, τον οποίον διοικώ σήμερον. Ώστε δεν είναι πιθανόν να αποστείλουν εναντίον σας διά θαλάσσης ίσον στρατόν με εκείνον τον οποίον είχον εις Νίσαιαν.

Τούτο μου το εξήγησεν ένα πρωί ο ξενοδόχος. «Εκείνους, μου είπε, που μένουν εις την Σύρα, τους έχει ανάγκη για την επιρροήν του, ενώ συ εδώ τι καλό ή κακό μπορείς να του κάμης, έρημος σε ξένο τόπο; Πολύ φοβούμαι πως σε περιπαίζει». Όταν το ήκουσα το αίμα μου ήρχισε να βράζη και έτρεξα εις του βουλευτή με την απόφασιν να του ομιλήσω παλληκαρίσσια, να του πω πως δεν μπορώ πλιά να περιμένω, γιατί εσώθηκε το χαρτζιλήκι μου και η υπομονή μου.

Έτρεξα προς αυτούς, ανατριχιάζοντας έπιασα το χέρι της, και το εφίλησα. Μόλις είχαμεν ανέλθει, και η σελήνη ανέτειλεν πίσω από τον θαμνώδη λόφον· ωμιλούσαμεν περί ποικίλων, και ανεπαισθήτως ήλθαμεν πλησιέστερα εις τον σκοτεινόν κύκλον.