United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά; — Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και προστασίας.

Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι• και πρώτα απ' όλα ετράβηξαντην θάλασσα το πλοίον, 780 και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία• και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν• και τ' άραξαν σιμάτην γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785 και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.

Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του·Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε. — Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν.

Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, όστις είχεν υπάγει αφ' εσπέρας, μ' επληροφόρησεν ότι ο πάτερ Γεράσιμος είχεν υποσχεθή να σηκωθή μετά μίαν ώραν, και ν' αρχίση τον όρθρον. Καλά. Σημείωσις ότι το παλαιόν μονύδριον της Κεχριάς ήτο προσκολλημένον ως μετόχι εις το πάλαι ποτέ σεβάσμιον κοινόβιον του Ευαγγελισμού, κ' εκείθεν είχεν έλθει διά να τελειώση την πανήγυριν ο παππα-Γεράσιμος.

Πότε τα είχε με την ράπτριαν, η οποία δεν εφύλαξε την υπόσχεσίν της, και πότε με τον μονάκριβον της Σύρου κτενιστήν Αναστάσην, διότι εβράδυνε να έλθη, ή ετόλμησεν ο αχρείος να της προτείνη να την κτενίζη από το μεσημέρι, διότι δεν του επερίσσευε καιρός το εσπέρας.

Μέχρι της εσπέρας, τον εγνώριζον όλοι σχεδόν οι χωριανοί με το όνομα τούτο και όσοι τον είχον ίδει κατά την ημέραν ωμολόγησαν γελώντες την επιτυχίαν. Αι, τη διαολολενιά, πού τα βρίσκει! Όπως των μεγάλων καλλιτεχνών τα έργα, και της Σπυριδολενιάς τα έργα ευκόλως ανεγνωρίζοντο.

Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της ημέρας.

Η μικροτέρα όμως εκεί κάτω έχει την ηλικίαν της γυναικός μου, τον Οκτώβριον θα είναι πενήντα ετών. Ο πατέρας της την εφύτευσε την πρωίαν της ημέρας που αυτή προς το εσπέρας εγεννήθη. Ήτον ο προκάτοχός μου εφημέριος, και πόσον αγαπητόν του ήτο το δένδρον, δεν δύναμαι να σας πω, αλλά και εις εμέ δεν είναι ολιγώτερον αγαπητόν.

Το συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές. Την μεν ημέραν περιήρχετο ο Μοναχός τους πέριξ πύργους, πωλών ευχάς και κομβολόγια, το δε εσπέρας επέστρεφεν εις το κελλίον έχων τας χείρας υγράς από τα φιλήματα των πιστών και την πήραν πλήρη άρτου, κρεάτων πλακούντων και καρύων, γεώμηλα δε δεν υπήρχον ακόμη εν Αγγλία, αλλ' εισήχθησαν βραδύτερον μετά του συντάγματος προς χρήσιν του ελευθέρου λαού, ότε επελθούσης της ισότητος έπαυσαν οι υπηρέται να τρώγουν καλά κρέατα εις την αυτήν τράπεζαν μετά του αυθέντου.

Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το εσπέρας εις συναναστροφήν.