Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ένεκα των ιδεών του τούτων, έτρεφεν εξαιρετικήν υπόληψιν προς τον Σαϊτονικολήν, όστις διά της μεγάλης του φιλοπονίας είχε δεκαπλασιάσει την περιουσίαν του και, όταν επανήλθεν εκ Σμύρνης, τον εύρε μεταξύ των πρώτων νοικοκύρηδων του χωριού.
Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουν 'ς το ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.
Είνε τριακοντούτης μόλις, αλλά φαίνεται ότι πραγματικώς φοβάται και μόνον μετά νέας παρακινήσεις του φίλου του κατεβαίνει με πολλούς δισταγμούς και προφυλάξεις εις την θάλασσαν, όπου δέχεται την επαφήν του νερού με λαχτάραν σκύλου. — Αι! πώς είσαι; τον ερωτά ο άλλος, αφού εβούτηξε και επανήλθεν εις την επιφάνειαν. — Μου φαίνεται ότι... ζω ακόμη... Μα τι κρύο που είνε το νερό!
Την στιγμήν που έσυρε προς το μέρος του την θύραν, κάτι περιτυλιγμένον εις λευκόν ένδυμα έπεσεν εις τα χέρια του με ένα τριγμόν. Ήταν ο σκελετός της γυναικός του με το σάβανον ανέπαφον. Συστηματικαί έρευναι απέδειξαν ότι αύτη επανήλθεν εις την ζωήν δύο ημέρας μετά τον ενταφιασμόν.
Τοιαύτη ήτο η κατάστασις των Αθηναίων εις την Χίον, εις δε την Σάμον ο στόλος των έκαμνεν εκδρομάς εναντίον των εις την Μίλητον σταθμευόντων πλοίων· αλλά, επειδή ταύτα δεν εξήρχοντο εις συνάντησίν του, επανήλθεν εις την Σάμον και ησύχαζεν.
— Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν ταγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τάχετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν ταγαπούμε κεμείς. Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανώλη, όστις είχε φονευθή κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον τον Σαϊτονικολή.
Σου είπα και άλλοτε ότι είναι μωροί άνθρωποι, αυτό άλλως τε το αισθάνεσαι και συ καλλίτερον εμού και προ παντός ο χαρακτήρ σου δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθή με την διδασκαλίαν των. Ο Βινίκιος επανήλθεν εις τον οίκον του και ήρχισε να σκέπτεται ότι πράγματι η χρηστότης εκείνη και η ευσπλαγχνία είνε ίσως μόνον απόδειξις της ασθενείας των ψυχών των.
Ίσως να είχε προμελετήσει την απόκρισιν ταύτην, κατά τας ώρας της μοναξιάς. Την νύκτα δεν επανήλθεν ο Βαγγέλης και καθ' όλην την επιούσαν, είτε ηρεύνα, είτε όχι διά να εύρη δωμάτιον, δεν εφάνη. Την εσπέραν, αφού ενύκτωσε, παρουσιάζεται έξαφνα μία γυνή, άγνωστος εις τους εν τη οικία, ευρίσκει την σπιτονοικοκυράν και την κόρην της εν υπαίθρω εις την αυλήν και λέγει «καλησπέρα».
Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της — ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν — και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα. Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη. «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της.
Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν