United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δίδοντες δε αυτό έλεγον με ποίον τρόπον το εύρον. Τότε ο Πολυκράτης εννοήσας ότι το πράγμα ήτο υπερφυσικόν, έγραψεν όλα όσα έπραξε, ποίαν έκβασιν έσχον, και τελειώσας την επιστολήν έπεμψεν αυτήν εις την Αίγυπτον.

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Ο δε Βρασίδας εννοήσας τον σκοπόν των διέταξεν αμέσως τους μετ' αυτού τριακοσίους να τρέξουν ατάκτως και όσον το δυνατόν ταχύτερον προς τον λόφον, του οποίου η κατάληψις του εφαίνετο ευκολωτέρα, και να προσπαθήσουν να αποκρούσουν τους βαρβάρους όσοι ευρίσκοντο ήδη εις αυτόν πριν συναθροισθούν περισσότεροι.

Δε σ' τάλεγα, Κρατήρα; Είπε προς την σύζυγόν του, εγερθείς την πρωίαν εκείνην ο μπάρμπα- Σταύρος, εννοήσας δ' εκ της νεκρικής σιγής των έξω ότι είχε χιονίσει. — Για τ' μοίρα μ' πλειο!

Αίφνης όμως, προς τ' αριστερά, είδε πράγμα τι υψηλόν και φαιόν, ακίνητον, συγχεόμενον με την τεφράν όψιν του ορίζοντος. Η Μάρω άνευ δισταγμού έσπευσεν εκεί όσον ηδύνατο ταχύτερον, εκ φόβου μήπως την καταλάβη το σκότος. — Γιατί δεν πάμ' εμπρός, Μάρω μου; ηρώτησεν ο Γιάννος, εννοήσας την λοξοδρόμησιν.

Εννοήσας δε ο Ψαμμίτιχος ότι ο χρησμός εξεπληρούτο, υπεδέχθη τους ξένους και τους έπεισε διά μεγαλοπρεπών υποσχέσεων να ενωθώσι μετ' αυτού. Αφού δε τους έπεισε, τότε με τους ιθαγενείς οπαδούς του και με τους ελθόντας επικούρους έρριψε τους ένδεκα βασιλείς.

Ευτυχώς, την τελευταίαν στιγμήν εννοήσας, από ύποπτά τινα σημεία, πού ευρίσκετο, ετράπη εις φυγήν εκ της οπισθίας θύρας, αφήσας, εν τη σπουδή του, και αυτόν του τον επενδύτην, ακουσίως και εξ ανάγκης υποδυθείς και παίξας το μέρος του σεμνού Ιωσήφ, μέρος διά το οποίον δεν ήτο πλασμένος και το οποίον διόλου δεν του ήρεσκε, ως τούτο συμβαίνει παρ' ημίν εις μερικούς ηθοποιούς, πιεζομένους από απειρόκαλον θιασάρχην προς κοινήν αγανάκτησιν.

Ο Παλαμήδης του Ναυπλίου, εννοήσας την πανουργίαν, αρπάζει τον Τηλέμαχον και ξιφουλκήσας απειλεί να τον φονεύση και εις την υπόκρισιν της παραφροσύνης αντιτάσσει την κωμωδίαν της οργής• ο δε Οδυσσεύς φοβηθείς παύει να υποκρίνεται τον τρελλόν• το πατρικόν φίλτρον υπερισχύει και τον επαναφέρει εις την αλήθειαν.

Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά. — Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου. — Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν' αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του φωτάς είπε: — Το άδικον ουκ ευλογείται! — Κιμίκρ!