Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Κι όταν τώρα μου ήρθε αυτή η ανάμνηση τόσο καθαρά, όσο δεν μπορούνε να το αποδώσουνε τα λόγια, μου φάνηκε πως εκείνο, που είχα πει τότε, της έκαμε μιαν εντύπωση διαφορετική παρότι είταν το νόημά μου κ' ένοιωσα στην καρδιά μου μια κεντιά, σα να της έκαμα κακό δίχως να το θέλω. Μ' έκοψε λέγοντας: — Δεν μπορώ να το εννοήσω αυτό. Ούτε να πιστεύω, ούτε να μην πιστεύω ! Πρέπει να κάνω ένα από τα δυο.

Λοιπόν ας κομματιάσωμεν αυτήν και ας προσπαθήσωμεν να του αποδώσωμεν το μέρος το οποίον ανήκει εις αυτόν. Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος. Τόρα λοιπόν άραγε προτιμάς να την διαιρέσωμεν εις τα λεγόμενα διχαλωτά και μώνυχα, ή συμφώνως με την κοινογονίαν και ιδιογονίαν; Πιστεύω να με ενόησες. Νέος Σωκράτης. Τι να εννοήσω; Ξένος.

Τούτο ακούσας ο σοφιστής και νομίσας την λέξιν αποφράδα, ως ξένην και άσχετον προς την Ελληνικήν γλώσσαν, ήρχισε να γελά και ενόμισεν ότι εύρε την περίστασιν να εκδικηθή διά τον παλαιόν εκείνον γέλωτα και προς όλους έλεγεν• Αποφράς; τι είνε αυτό; καρπός ή λάχανον ή σκεύος; είνε φαγώσιμον ή το πίνουν; Εγώ ούτε το ήκουσα ποτέ, ούτε δύναμαι να εννοήσω τι σημαίνει.

Αλλά συνηθίζω πάντοτε να προσέχω καλά, όταν λέγη κανείς κάτι τι, και μάλιστα όταν φαίνεται ότι είναι σοφός αυτός που ομιλεί, και επειδή επιθυμώ να μάθω τι εννοεί συχνοερωτώ και αναθεωρώ και συμβιβάζω τα λεγόμενα, διά να εννοήσω. Εάν όμως αυτός που ομιλεί μου φανή ότι είναι μηδαμινός, ούτε εξαναρωτώ ούτε με μέλει δι' αυτά που λέγει. Και από αυτό θα εννοήσης ποίους θεωρώ εγώ σοφούς.

Αλλ' αυτά με το ύψος των και ο ωκεανός ο οποίος έστιλβεν υπό την λάμψιν του ηλίου μ' έκαμαν να εννοήσω ότι ήτο η γη.

Ξεύρε μόνον προς παρηγορίαν ότι έχει αυτό το καλόν ο πατέρας. Ποτέ δεν αναγινώσκει όταν ταξειδεύη. Τους κουβαλεί μαζί του, επειδή δεν ημπορεί να τους αποχωρισθή, αλλά δεν τους αναγινώσκει. — Ποίους δεν αναγινώσκε; Ηρώτησα τότε εγώ, απορών πώς να εννοήσω τους λόγους της. Τους ποιητάς δεν αναγινώσκει; — Όχι! απήντησεν η κόρη, τους στίχους. Τους στίχους όπου κάμνει.

Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκονται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν' αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη.

Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.

Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και πώς και πού να διευθυνθούν. Το τι τρέχει δεν ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω. Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς. — Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετετο ποτάμι εκεί. Εμπρός!

Αυτές τις μέρες, χωρίς να μπορώ να το εννοήσω πώς και γιατί, μου ήρθε συχνά στο νου το θαλασσινό ταξίδι, που κάμαμε με την Έλσα. Μου ήρθε μαζί με την ανάμνηση του βωβού αγώνα, που έκαμα να την καταφέρω ναγαπήση εκείνο που αγαπούσα και γω. Κ' η ανάμνηση πως το κατώρθωσα κι ωστόσο δεν το κατώρθωσα μ' ερέθιζε και μ' ανησυχούσε μαζί.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν