United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έχω όνομα εις τα βασίλεια που μένω, απήντησεν η φωνή θλιμμένα. Ήμουν θνητός άλλοτε, τώρα είμαι πνεύμα. Ήμουν αδυσώπητος, τώρα είμαι ελεήμων. Πρέπει να εννοήσης ότι τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν όταν ομιλώ· εν τούτοις τούτο δεν είναι εξ αιτίας της νύκτας αυτής που είναι ψυχρά, της νύκτας αυτής που δεν έχει τέλος. Αλλά δεν ημπορώ να υποφέρω επί πολύ ακόμη την φρίκην αυτήν.

ΜΙΚ, Τον βλέπω• δίπλα σ' ένα λυχνάρι διψασμένο που μόλις φέγγει. Είνε κατακίτρινος, αδύνατος και λυωμένος, από τις φροντίδες βέβαια• δεν ήκουσα να είνε άρρωστος. ΠΕΤ. Άκουσε τι λέγει και θα εννοήσης πως είν' έτσι.

Αλλά πώς; Άραγε η σκέψις και η κρίσις και η φαντασία και όλα αυτά τα γένη δεν παρουσιάζονται εις την ψυχήν μας ως ψευδή και ως αληθινά; Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Θα το εννοήσης ευκολώτερον, αν σου ειπώ πρώτον τι είναι το καθέν, και τι διαφέρουν μεταξύ των. Θεαίτητος. Λέγε και μη σε μέλει. Ξένος. Λοιπόν η σκέψις και ο λόγος είναι το ίδιον.

Βλέπεις εκείνην την σεμνήν γυναίκα με το γλυκύ βλέμμα, η οποία βαδίζει σιγά και σκεπτική; ΛΟΥΚ. Βλέπω πολλάς ομοίας και κατά το ήθος και κατά το βάδισμα και κατά την ενδυμασίαν. Βέβαια η αληθής Φιλοσοφία, θα είνε μία εξ αυτών. ΠΛΑΤ. Άμα θα ομιλήση θα εννοήσης ποία είνε. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Μπα!

» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις αρχίζει η αυγή της ζωής. »Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω. » Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το πράγμα. »Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως.

Θεαίτητος. Παραδέχομαι. Σωκράτης. Και λοιπόν το να καταδιώκη οποιανδήποτε επιστήμην θέλει, και αφού την συλλάβη να την κρατή, και ύστερον να την απολύση πάλιν, πρόσεξε να ιδής ποία ονόματα χρειάζεται, άραγε τα ίδια με εκείνο το οποίον εχρειάζετο εις την αρχήν, όταν την έκαμνε κτήμα του, ή διαφορετικά, θα εννοήσης δε καλλίτερα αυτό το οποίον λέγω από το εξής. Παραδέχεσαι την αριθμητικήν;

Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερός μου βέβαια όχι ολιγώτερον από όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ', ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να εννοήσης τον λόγον μου.

Εις τον κόσμον αυτόν ουδέποτε θα εννοήσης διατί υπάρχουν τόσα πράγματα απαίσια, περιβαλλόμενα με το αισιώτερον κάλυμμα. Και ακόμη δεν θα εννοήσης, διατί ο ήλιος αντανακλάται και εις τον βόρβορον ούτε διατί ο βόρβορος αποξηραινόμενος, ανέρχεται ως κονιορτός μέχρι του αιθέρος.

Λοιπόν και το πάθος, όταν μετέχη του δικαίου, εάν δεχθώμεν ότι γίνεται αναλόγως καλόν, δεν θα είναι σύμφωνος η απάντησίς μας; Αυτό είναι αληθές. Εάν όμως παραδεχώμεθα έν πάθημα ότι είναι δίκαιον, αλλά συγχρόνως και ότι είναι άσχημον, δεν θα διαφωνήσουν το δίκαιον και το καλόν, αφού έγιναν δεκτά τα δίκαια ως ασχημότατα; Πώς το είπες αυτό; Δεν είναι δύσκολον να το εννοήσης.

Είσαι αξιολύπητος μόνον διότι δεν θέλεις να πεισθής, και ουχί δεν θέλεις, αλλά δεν δύνασαι, δεν έχεις την ικανότητα να πεισθής. Ως προς τούτο δεν σε κατακρίνω. Ο άρχων μου είνε δίκαιος, εψιθύρισεν ο Γύφτος, και αποκαλύψας το πρόσωπον, εθεώρει τον άνδρα τούτον με ήθος τι δεισιδαιμονίας και θάμβους μεστόν. Έχεις δίκαιον να μη δύνασαι να εννοήσης, επανέλαβεν ο άρχων.