Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Δίπλα η Τένεδος εφύτρωνεν από το κύμα κατάξερη, κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες σαν να εζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο· με τα κλήματα πρόθυμα στην ώρα ν' αναδώσουν τον ψυχόδροσο χυμό. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του Καραμπαμπά εμαύριζεν ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο ίσκιος κ' εζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του.

Δοξάρια είναι τα φρύδια σου, και με πιτηδιοσύνη Βαρούν, πληγόνουν της καρδιαίς χωρίς ελεημοσύνη. Στα διο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει, Κι' οχ ταύτα της σαγίταις του στους νιους απάνω αδιάζει, Το κύττασμά σου το γλυκό είν' των καρδιών ο κλέφτης· Αν δεν πιστεύεις, ρώτησε, να σου το ειπή ο καθρέφτης, Ατίμητο το στόμα σου άντ' αρχινάει να κρένη, Με μέλι και με ζάχαρι ποτάμι ακέριο βγαίνει.

Είναι σαφές, γιατί να απελπιζόμαστε;» «Εκείνος θα πάει φυλακή.» «Τόσο το χειρότερο για εκείνον!» «Εσύ, Νοέμι, εσύ μιλάς έτσι; Μπορούμε να στείλουμε στη φυλακή έναν άνθρωπο του Θεού;» «Τι λες να κάνεις τότε;» «Να πληρώσουμε.» «Και μετά να πάμε να ζητάμε ελεημοσύνη;» «Και ο Χριστός ζήτησε ελεημοσύνη.» «Ο Χριστός, όμως, τιμωρεί κιόλας, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, τους δόλιους, τους πλαστογράφους….» «Στον άλλο κόσμο, Νοέμι

Ο Έφις χαμογελούσε. «Έλα», του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι, και αφού περπάτησαν λίγο: «ακούς;» Ο τυφλός άκουγε τη φωνή του άλλου συντρόφου που εκεί, μπροστά τους, ζητούσε ελεημοσύνη. «Τώρα δεν θα κάνετε όπως την άλλη φορά», είπε ο Έφις. «Εάν τσακωθείτε και σας συλλάβουν, εγώ νίπτω τας χείρας

Τι είναι οι αρετές; Η φύσις, μας λέει ο Ρενάν, λίγο γνοιάζεται για την εγκράτεια, κ' ίσως στη ντροπή της Μαγδαληνής κι όχι στη δική τους αγνότητα χρωστούν οι Λουκρητίες των νεωτέρων χρόνων την απαλλαγή τους από τις κηλίδες. Η ελεημοσύνη κι αγαθοεργία, καθώς κ' εκείνοι που αποτελούν το τυπικό μέρος της θρησκείας των αναγκάσθηκαν να τ° ομολογήσουν, γεννάει χίλια δυο κακά.

Τι ήταν εκείνο το λεπτό φύλλο χαρτιού σε σύγκριση με τους θησαυρούς των μεγάλων της Ρώμης; Καθώς όμως η τοκογλύφος του έλεγε ότι δεν ήθελε τη συναλλαγματική, κατάλαβε ότι εκείνη του έκανε ελεημοσύνη και τον κυρίεψε ένα αβάσταχτο άγχος.

Ποιος σου είπε ότι σκέφτομαι να ξαναγυρίσω εκεί;» «Έτσι απαντάς; Πες μου τουλάχιστον τι σκοπεύεις να κάνεις. Τις έχεις φέρει στο σημείο να ζητούν ελεημοσύνη, τις κακομοίρες τις θείες σου. Τι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;» «Θα τα πληρώσω όλα εγώ» «Εσύ; Πώς; Με υποσχέσεις! Α, φτάνει πια, για το Θεό! Τώρα δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν, ξέρεις! Είναι καιρός να σταματήσεις.

Τότε οι δυο υπηρέτριες άρχισαν να κακολογούν τις ξαδέλφες του αφεντικού τους. «Όταν πηγαίνω σπίτι τους, με το δώρο μες στο καλάθι, με υποδέχονται λες και πηγαίνω να τους ζητήσω ελεημοσύνη, ενώ εγώ είμαι εκείνη που τους την πηγαίνω! Δεν βλέπεις τι πρόσωπο πεινασμένου έχει ο Έφις; Είκοσι χρόνια τώρα δεν τον πληρώνουν και τώρα ούτε να φάει δεν του δίνουν.

Η μόνη κατάλληλος προς τους αργούς ελεημοσύνη είναι η προς αυτούς χορήγησις, ουχί χρημάτων ή τροφής, αλλ' εργασίας, όπως δι' αυτής κερδίζωσι τα προς το ζην. Αλλ' είναι και πολλοί πτωχοί, οίτινες, αν και εργάζωνται επιμελώς, δεν επαρκούν οι δυστυχείς εις τα έξοδα των οικογενειών των.

Λέξη Της Ημέρας

αρραβωνιστικού

Άλλοι Ψάχνουν