Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; — Ποίαν; — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.

Αλλά και η Πηγή την ενθυμείτο την φράσιν εκείνην και το μεν εκ φόβου μήπως επαναληφθή, το δ' επιθυμούσα να την ακούση πάλιν, εβάδιζε κάτω νεύουσα, ενώ το πρόσωπον της εφλέγετο υπό ερυθήματος. Και την συγκίνησίν της ενέτεινεν έτι μάλλον η ιδέα ότι ο Σαϊτονικολής ωμίλει περί αυτής προς τον πατέρα της.

Είντα να σου πω κεγώ απού την αγρίεψες με το φέρσιμό σου, είπεν η Καλιώ με φωνήν εις την οποίαν διεκρίνετο ακόμη η δυσαρέσκεια. Μα άφησε δα να ξεμπλέξης πρώτ' απού τσοι Θωμαδιανούς. Εκεί έπρεπε να χωρισθούν και η Καλιώ διηυθύνθη εις τον κήπον της. Ήτο φαιδρά θερινή πρωία, αλλ' η χήρα εβάδιζε βαρύθυμος εις την χαράν εκείνην της φύσεως.

Από του γελεκίου του έλαμπεν ανηρτημένη βαρεία χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, σειομένη εκεί που εβάδιζε κλίνων ένθεν και ένθεν ολίγον, ανεπαισθήτως.

Με τας χείρας, προς τα εμπρός τεταμένας, ωσάν να ήθελε ν' αποκρούση αόρατον εχθρόν, ώρμησε προς την θύραν και εξήλθεν εις την οδόν. Οι φανοί διεδέχονσο αλλήλους ανά παν βήμα. Κάθε χέρι εκρατουσε το φως του, φώτα παντού και μόνον ο Κλέων ευρίσκετο εις το σκότος . . . Εβάδιζε μηχανικώς, αδυνατών να συγκρατήση τα διανοήματά του. Η απροσδόκητος εμφάνισις της συζύγου τον εσύγχιζε φοβερά. Οποία τόλμη!

Ο Ρούντυ ηναγκάζετο άλλοτε να αναρριχάται και άλλοτε να βαδίζη· τα μάτια του ακτινοβολούσαν από μεγάλην χαράν και εβάδιζε τόσον στερεά με τα οδοιπορικά του βουνού υποδήματά του τα επιστρωμένα με σίδερα, 'σάν να έπρεπε σε κάθε βήμα του να αφήση ένα σημάδι.

Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. τούτοςτο δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• και πάλ' ήλθε κ' εκάθισετον θρόνον 'που 'χε αφήσει.

Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσακατευθυνθείσα προς την βρύσιν και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσαρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, ως εάν ακόμη εβάδιζε.

Ο δε Αρσάκης — ο οποίος ήτο ήδη ηλικιωμένος και αληθώς σεβάσμιος την όψινεξέφραζε εις βαρβαρικήν γλώσσαν την δυσφορίαν και την αγανάκτησίν του, διότι εβάδιζε πεζός και εζήτει να του φέρουν τον ίππον του. Διότι ο ίππος του είχεν αποθάνει συγχρόνως με αυτόν.

Αλλ' εάν η μακαριότης αύτη εδόθη ιδία εις αυτούς, τούτο δεν έγεινε προς χάριν αυτών των ιδίων, αλλά χάριν αυτού του κόσμου ον είχον αποστολήν να εγείρωσιν από της απογνώσεως και ανομίας εις καθαρότητα και αλήθειαν· χάριν των αγίων εκείνων καρδιών αίτινες έμελλον τουντεύθεν ν' απολαύσωσι παρουσίας εγγυτέρας, καίτοι πνευματικής, ή αν μετά των Αποστόλων είχον ανέλθη συν Αυτώ εις τα ερημικά όρη, ή είχον συμπεριπατήσει μετ' Αυτού καθώς εβάδιζε την εσπέραν πλησίον της λίμνης της διαυγούς.

Λέξη Της Ημέρας

απόπατο

Άλλοι Ψάχνουν