Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος. — Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου.

Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.

Φαίνεται, είπον εγώ τότε, ότι αυτός που σου διηγήθη το πράγμα δεν σου είπε τίποτε σωστόν, αφού νομίζεις την συνομιλίαν αυτήν ως γενομένην τόρα εσχάτως, ώστε να ήτο δυνατή και η ιδική μου παρουσία εις αυτήν. — Έτσι ενόμιζα.

Διά της φιλανθρωπίας ηθέλησεν ιδίως να διακριθή και ο μέγας πολίτης των Αθηνών, ο ένδοξος Περικλής, περί του οποίου ο Γεροστάθης διηγήθη τα εξής. Ο Περικλής, ο ικανώτερος πολιτικός ανήρ των αρχαίων Αθηνών, ανετράφη υπό του Ζήνωνος του Ελεάτου, φιλοσόφου φιλοπάτριδος, και υπό του σοφού Αναξαγόρου, τον οποίον διά την μεγίστην σύνεσίν του Νουν επωνόμασαν οι Έλληνες. |

Κυρία απεκρίθη η Σουλταμεμέ, είναι πολλοί που φυλάγουν τόσον τον λόγον τους, που τον προκρίνουν και από αυτήν την ζωήν τους, καθώς θέλω σε κάμει να πιστωθής από μίαν άλλην ιστορίαν, που θέλω σού διηγηθή αύριον, αν είναι με το θέλημά σου. Ναι, της απεκρίθη η βασιλοπούλα, θέλω την ακούσει και αυτήν μετά πάσης μου χαράς.

ΠΑΝ. Χαίρετε, ω Ερμή και Δικαιοσύνη. ΔΙΚ. Χαίρε και συ, Παν μουσικώτατε και χορευτικώτατε εξ όλων των Σατύρων, εις τας Αθήνας δε και πολεμικώτατε. ΠΑΝ. Και ποίος καιρός σας έφερεν εδώ, ω Ερμή; ΕΡΜ. Η Δικαιοσύνη θα σου διηγηθή τα πάντα• εγώ δε ανεβαίνω εις την Ακρόπολιν διά το διαλάλημα. ΔΙΚ. Ο Ζευς, ω Παν, με έστειλε να διεκπεραιώσω τας εκκρεμείς δίκας. Συ δε πώς τα περνάς εις τας Αθήνας;

Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.

Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την αγαπήση.

Ενεθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός όστις είχεν αγιάσει πλησίον των τριών Σταυρών· μοι διηγήθη δε τα εξής: Β'·

Νά! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του. Και διηγήθη. — Το βράδυ ήμουνα κάτωτον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασετον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Νά! χτυπούσε η καρδιά μου.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν