Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— Τότε πώς δεν ξεχωρίζετε από το Γιάννη το φίλο σου; — Η φιλία φιλία, και το κόμμα κόμμα. — Ας είνε τέλος πάντων, ο Θεός κ' η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα; — Απώνα κρασί . . . αν μας κεράσετε. Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος. — Εβίβα! Καλή επιτυχία. Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον.
Αλλ' ολίγοι τινές έβαινον προς το μέρος της αγοράς, εκεί όπου είχε δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίας εις τους μουσικούς και εις τους κρατούντας τα κοντάρια με τας χρωματιστάς οθόνας να κατευθυνθώσιν· οι άλλοι, οι περισσότεροι, διηυθύνοντό προς το αντίθετον μέρος, επιμένοντες ότι έπρεπε να στραφή πρώτον ανά τας οδούς και τας συνοικίας της πολίχνης η διαδήλωσις, αν ήθελε να κάμη εντύπωσιν.
— Ορίστε, κύριοι, στο κόττερο! Κύριε Αλικιάδη! κύριε Αβαρίδη! θα ισσάρουμε και μπαντέρα μες το λιμάνι . . . Την ιδίαν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας ήρχισε να νεύη απελπιστικώς και να χειρονομή από της πρύμνης προς τον νεαρόν ναυτικόν, αποτρέπων αυτόν.
— Ιδού, είπεν ο Μανάιλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είνε αληθές πως ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει; — Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας. — Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους, να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι' έν πράγμα, του οποίου άδηλος είνε η έκβασις, πιστεύοντες και ο είς και ο άλλος ότι θα γίνη εκείνο το οποίον επιθυμούν;
Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ' εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου μία-μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του ειπή ταπεινή τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κυττάζη με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανώλης, ηθέλησε να κουρδίση ολίγον τους δύο φίλους.
Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ερχόμενη. Ήτον ο Μανώλης ο Πολύχρονος με την παρέαν του, από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα», αλλ' εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν.
— Καθώς, λόγου χάριν, εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγη εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας. — Ίσα—ίσα! είπεν ο Μανώλης. Λοιπόν, δεν είνε καλό να βάλουν οι δυο τους, τώρα μπροστά μας, ένα στοίχημα; — Σαν τι στοίχημα; — Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίση το δικό μας κόμμα, και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίση το άλλο κόμμα.
Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή: «Κύτταξε να τους καταφέρης, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κ' εκινείτο να εξέλθη.
Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά τον δείπνον το φαναράκι του, και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ' οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς, και είτα, δι' ανωφερούς δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν.
— Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρης παράδες. — Γιατί; — Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρης σίγουρα. — Τώρα το κατάλαβα κ' εγώ, και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλειά να ρίξω ψήφο. — Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας. — Το ξέρω κ' εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν