United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η απάντησή μου έφερε σαμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα. — Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο; — Τώδα, σου λέω. — Μα σούπε κ' η Παναγία πως άνε πηαίνης στση Βαγγελιάς δεν είνε φόβος να πάρης το χτικιό; Είπε σου το αυτό; — Δε μου τώπε. — Μα σου το λέω 'γώ κιαυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνη η κακομοίρα η Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια. Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Κη σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κιαπόφευγε συνάμα να πη πράμματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πη. Ταπόγεμα ήρθε μια θεια μου κιάκουσα τη μητέρα μου να της λέγη: — Ήρθε κη Βαγγελιά τον Δεσποινιού κήρχιξε το Γιωργή τα φιλιά. Ήθελα νάσουνε να δης πως ήκανε . Σα νάθελε να ρουφήξη το αίμα του κοπελιού!

Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη. Κορίτσ. Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια, Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια. Γαρουφ. Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε.

Θες να γενής έτσα πούν' η Βαγγελιά, να κιτρινίσης και να λυόσης σαν το κερί, να βήχης και να ξερνάς αίμα, να μη μπορής να σύρης τα πόδια σου από την αδυναμιά, να φοβούνται οι αθρώποι να σου σιμόνουν και στο ύστερο ν' αποθάνης, χωρίς να χαρής τον κόσμο; Το θάρρος μου βρέθηκε απροετοίμαστο ναντιμετωπίση τον κίντυνο, όπως τον παρουσίασε σε μια φοβερή εικόνα η μητέρα μου.

Καλλίτερα 'πό σένα κιαπού τη μάνα του 'χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις; — Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ 'μ' αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ' όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό. — Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μάςε μπεγιεντίζει, να σκάσωμε μαθές; . Μόνο μικιός που μάςε πέφτει μια ολιά. Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.

Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό. Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα. — Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί. — Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.

Ό,τι κι αν αποφασίστηκε στην ομιλία εκείνη, δούλεψε την αυριανή κ' η φωτιά και ταξινάρια. Τρέχει και σπάνει το πλήθος τις θύρες της Εκκλησιάς, χυμίζουνε μέσα, ορμούνε στο ιερό, αρπάζουνε Βαγγέλια και Γραφές και τα καίνε. Έρχεται κατόπι κι ο Ρωμαϊκός στρατός με παράταξη σα να είτανε μάχη, και σε μερικές ώρες γκρεμίζεται όλο το χτίριο.