United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλη το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του. — Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη.

Αν είμουν Παναγιά, άλλη δουλειά δε θα είχα παρά να σας γιατρέβω. Θα γιάτρεβα μάλιστα όλο τον κόσμο όλη μέρα. Ο κόσμος ο κακόμοιρος πονεί. Δεν πονεί μόνο δυο φορές το χρόνο. Έχει βάσανα δίχως σκόλη. Δε σας βάρεσαν την ψυχή τα δάκρια που χύνει; Εμένα, η δική μου η ψυχή αναστενάζει και την έπνιξαν τα κλάματα του κόσμου. Αχ! παιδάκια μου, να είμουν Παναγιά, τι καλό θα σας έκαμνα όλους!

Εις άλλην περίστασιν θα είχα το θάρρος να θέσω τέρμα εις τα βάσανά μου κρημνιζόμενος εις μίαν απ' αυτάς τας αβύσσους, αλλά την στιγμήν εκείνην είχα καταντήσει ο τελευταίος των δειλών.

Η μικρή Λουκρητία είχε κλείσει τα όμματα, διότι ήτο μόλις δεκαεπτά ετών και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τα πάθη και τα βάσανα.

ΙΑΤΡΟΣ Να είσαι εις το πλάγι του την ώραν που 'ξυπνήση, Θα είναι ήσυχος. ΚΟΡΔ. Καλά. ΙΑΤΡΟΣ Έλα εδώ, — κοντά του. Τώρα ας παίξη η μουσική. ΚΟΡΔ. Πατέρ' αγαπητέ μου, το ιατρικόν του πάθους σουτα χείλη μου ας ήτον, και βάλσαμον ας έσταζεν από το φίλημά μουτα βάσανα, πού σ' έφεραν αι δύο αδελφαί μου! ΚΕΝΤ Κόρη καλή κι' αγαπητή!

Μ α ρ ί α. Μη θυμάσαι, παιδί μου, τώρα περασμένα βάσανα.

Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά μου.

Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.

Και πέντε φορές έφαγε από πενήντα δραχμές του πατέρα μου, για ν' αγοράση τα υλικά. Έτρωγε τα χρήματα και πάλι τα ίδια. Έτσι μου τον άφησε κληρονομιά ο πατέρας μου. Τελείωσαν τα βάσανα του μακαρίτη κι' άρχισαν τα δικά μου. — Καμμιά επιστασία, μάτια μου, να συχωρεθή ο γέρος, ο καλός άνθρωπος. Αυτή ήταν η κουβέντα του σε κάθε του επίσκεψι. Φρόντισα κάποτε και τον έβαλα σ' ένα εργοστάσιο. Θυρωρός!

Το θυγάτριον, μικρόν ράκος δύο ημερών ζωής, το οποίον είχεν έλθη κι' αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής.