United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν ήναψε κ' εμέ το αίμα μου, και είδε ότι θα μ' εύρη τολμηρόντο δίκαιόν μου, — είτε διότι τον εξίππασα με τα ξεφωνητά μου, — εστράφη κ' έφυγ' απ' εδώ. ΓΛΟΣΤ. Να κρημνισθή! Να φύγη! Εδώ αν μείνη, κ' ευρεθή κρυμμένος, να τον πιάσουν, κι' άμα τον πιάσουν, θάνατος!

Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! Μπάρμπ' Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία... τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γείνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ' ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης ... — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδύλαν.

Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του Βινικίου ως άγριον θηρίον. — Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.

Εκείνος όμως μήτε τρίχα δεν άλλαξε, παρά μεταγύρισε στους δικούς του στα 471, δίχως μήτε τόνομά του να ξέρη να γράψη· κι όσο για έχτρα με τους δικούς μας, μεγάλωνε με τον καιρό αντίς να λιγοστεύη. Άμα πήγε στα λημέρια του άρχισε τους πολέμους και τα γιουρούσια. Κυρίευαν χώρες και πήγαιναν· ως τη Θεσσαλονίκη ζυγώσανε.

«Περί τον Ύπανιν ποταμόν, τον περί Βόσπορον Κιμμέριον, υπό τροπάς θερινάς καταφέρονται υπό του ποταμού οίον θύλακοι μείζους ρωγών, εξ ων ρηγνυμένων εξέρχεται ζώον πτερωτόν τετράπουν· ζη δε και πέτεται μέχρι δείλης, καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται και άμα δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον.

Η μεν Ρωμαϊκή Εκκλησία εννοήσασα τούτο, ευθύς άμα είδε ψυχραινόμενον τον ζήλον των πιστών, κατέφυγεν εις τους ζωγράφους και τους γλύπτας, ως η γραία Ήρα εις τον κεστόν της Αφροδίτης, ίνα καλύψη τας ρυτίδας και ενδύση την γυμνότητά της, η ανατολική όμως, καίτοι πρεσβυτέρα της αδελφής της, είτε εκ πενίας είτε εξ υπερηφανείας επέμεινε θέλουσα να ελκύη τους πιστούς δι’ ερρίνων ασμάτων και παραβλώπων παρθένων.

Τα είχε πάρει από φόβον. Έπειτα ο τρόμος, τον οποίον του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, του έφερε τοιαύτην ταραχήν, ώστε παρέλυεν η μνήμη και γλώσσα του ομού. Διά να συνηθίση να μη λέγη το Α άλφα έφαγεν αμέτρητα χαστούκια· άμα δ' εμάνθανεν έν των γραμμάτων του αλφαβήτου, ελησμόνει το προηγούμενον και άμα ήρχετο πλησίον του ο δάσκαλος, τα ελησμόνει όλα ή έλεγεν αλλ' αντ' άλλων.

Και κάθε ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το απολαμβάνω εν τω άμα.

Έπειτα η Χλόη στο δάσος, αντί για τα βάλτο, κρύβεται· κι ο Δάφνης αφού επήρε το μεγάλο σουραύλι του Φιλητά, έπαιζε λυπητερά σαν ερωτευμένος, παθητικά σαν να την παρακαλούσε, ξαναφωναχτικά σαν να την αναζητούσε. Ως που ο Φιλητάς εθαύμασε και τόνε φιλεί, αφού πετάχθηκε απάνω, και του χαρίζει το σουραύλι άμα τον εφίλησε· κ' ευχήθηκε να τ' αφίση κι' ο Δάφνης σε παρόμοιο κληρονόμο.

Και άμα εισέλθουν εντός των τειχών πυρπολούν και καίουν τα πάντα, σφάζουν και εξορίζουν. Τοιαύτη είνε η οικτρά τύχη ψυχής κατακυριευομένης και υποδουλομένης.