United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι και τους βυθίζειςάμετρη φρικτή ταλαιπωρία. ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 μ' όμοια ράκη επάνω τουτον κόσμο παραδέρνει, αν είναι ακόμητην ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις να επιστατήσω μ' έβαλετην γη των Κεφαλλήνων· 210 γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, 'που το παιδίτο σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225

ΙΩΝ Τότε με γέννησες εμέ. ΞΟΥΘΟΣ Και σ' εύρε η τύχη, γυιέ μου. ΙΩΝ Πώς ήλθα στο ναό αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Θα σ' άφησεν η κόρη. ΙΩΝ Δούλος για αυτό δεν έγινα. ΞΟΥΘΟΣ Τώρα λοιπόν, παιδί μου δέξου με για πατέρα σου. ΙΩΝ Δεν πρέπει ν' απιστήσω στο λόγο που είπεν ο θεός. ΞΟΥΘΟΣ Πολύ καλά το εσκέφθης. ΙΩΝ Τι άλλο ήθελα απ' αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Το πράμα τώρα βλέπεις όπως σου πρέπει να το ιδής.

Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.

Κι' ήρθε σε λίγο στων θεών τον τόπο, στου Ελύμπου τα κορφοβούνια, κι' έκατσε με την καρδιά θλιμένη σιμά στο Δία, κι' έδειχνε π' απ' την πληγή του μέσα 870 ανάβρυζε αίμα αθάνατο, κι' έτσι είπε με τα δάκρια «Δία πατέρα, τα φριχτά καμώματα που βλέπεις, 872 αφτά δε σε πειράζουνε; Μ' εσένα τάχουμε όλοι, 875 τι πήγες τη σκαρτάδα αφτή και γέννησες στον κόσμο, ανάθεμά την! που κακό πάντα ζητάει να κάνει.

Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη, — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησέ μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε . . . στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάμε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!

ΙΩΝ Για τους καρπούς ήλθε της γης ή για παιδί να μάθη; ΚΡΕΟΥΣΑ Πολύν καιρό ζούμε μαζύ χωρίς παιδί κανένα. ΙΩΝ Ποτέ δεν γέννησες εσύ, κι' άτεκνος είσαι πάντα; ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Φοίβος ξέρει μοναχά γιατί παιδί δεν έχω. ΙΩΝ Δύστυχη! μ' όλο που ευτυχείς, δεν είσαι ευτυχισμένη. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιός είσαι, που μακάρισα τη μάννα που σ' εγέννησε; ΙΩΝ Λέγομαι δούλος του θεού και είμαι, ω γυναίκα.

ΙΩΝ Ώ Κηφισέ πατέρα, με το κεφάλι ταύρου, πώς γέννησες ετούτη τη φοβερή οχιά, το φείδι με τα μάτια που τέτοιες φλόγες βγάζουν, και όλα τα τολμάει αυτή, όπου δεν έχει απ'της Γοργόνας το αίμα λιγώτερο φαρμάκι που γήρευε με κείνο για να σκοτώση, εμέ! Είχα καλή την τύχη, πριν στην Αθήνα φθάσω χαμένος να μην πάω από τη μητρυιά!