United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.

Ευθύς ένας σκλάβος την ανέβασεν εις μίαν σάλαν, που ο αυθέντης του ήτον εξαπλωμένος επάνω εις μίαν μαξιλάραν χρυσοΰφαντον και ευθύς που είδε την Μπάλκω έμεινε τρωμένος από την ευμορφιά της· και εν τω άμα εσηκώθη ορθός και έτρεξε διά να την συναπαντήση.

Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας.

Η φήμη της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν.

Μου είσαι ακριβότερος απ' την ελευθερίαν, από το φως, απ' τ' άπειρον, απ' ό,τι και αν είναι πολύτιμον και σπάνιον, — κι' απ' την ζωήν αυτήν μου, κι' ας την στολίζη ευμορφιά, χάρις, τιμή κ' υγεία! Σε αγαπώ' όσον παιδί αγάπησε ποτέ του, ή όσον αγαπήθηκε ποτέτην γην πατέρας! Γλώσσα δεν είναι ικανή κι' αναπνοή δεν φθάνει την άμετρην αγάπην μου με λόγια να εκφράση.

Και αυτός ο Αντωνέλλος είχε γείνη, θαρρείς, νεώτερος. Έφθασεν εις το νησάκι, προσωρμίσθησαν εις μίαν αμμουδιάν και ώρμησαν όλαι, ωσάν άτακτα παιδιά και ανυπότακτα, ανά δύο, ανά τρεις, εις τους βράχους. Ο Αντωνέλλος, αφού ετοποθέτησε καταλλήλως τα κουπιά και έσυρε ολίγον έξω την βάρκαν, απομακρύνθη τελευταίος. Τι ευμορφιά ήτο εκείνη τριγύρω!

Η ευμορφιά των παλατιών, και η μεγαλοπρέπεια των Τζαμιών της Αιγύπτου με εξέπληξαν και στοχαζόμενος εις εκείνην την στιγμήν πως ήμουν εις εκείνην την πόλιν, όπου εγεννήθη ο πατέρας μου, δεν ημπόρεσα να βαστάξω τα δάκρυα, που από τα μάτια μου έτρεχαν, λέγοντας μόνος μου, ω πατέρα μου, αν εσύ εζούσες εις τούτον τον τόπον, που ήσουν από όλους τιμημένος, και ήθελες ιδεί τον υιόν σου εις τούτην την δυστυχισμένην κατάστασιν, τι λογής άραγε ήθελεν είσθαι ο πόνος σου;

Ταλαίπωρε, του λέγει ο Κατής, διά ποίον με παίρνεις; δεν ηξεύρεις που εγώ ημπορώ να σε παιδεύσω κατά πως σου πρέπει και να σε βάλω εις τα σίδερα, που παίρνεις τόση τόλμη να αναγελάσης με εμένα; φοβήσου τον θυμόν μου, ω δυστυχή, και αντίς διά τούτο το τέρας της φύσεως που μου έστειλες, δος μου την άλλην σου θυγατέρα, της οποίας η ευμορφιά μου είνε πολλά επιθυμητή· ειδεμή θέλεις δοκιμάσει πόσον ημπορεί να κάμη ένας Κατής θυμωμένος.

ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην· Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι του νέου οπού την κρατεί, εκεί; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δεν την γνωρίζω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες! Μου φαίνεταιτο μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη, ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη! Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι, τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!

Εγώ ακούοντας την ευγλωττίαν της και βλέποντας την ευμορφιά της έκλινα εις το ζήτημά της και την εστεφανώθηκα, και ευθύς ανεχωρήσαμεν με το ίδιον πλοίον. Αλλ' οι αδελφοί μου βλέποντας την ευτυχίαν μου τόσον εις το κέρδος, όσον και εις το συνοικέσιον, με εφθόνησαν και εζητούσαν τρόπον να με θανατώσουν.