United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδία του εβροντοκτύπα αδιακόπως συγκινουμένη και πάσχουσα εις τον παραμικρόν ψόφον· ο εγκέφαλός του, υπεραιμών, κατέκαιε το κρανίον, ως αναλυμένος μόλυβδος, απειλών εκ της πληθύος να το διαρρήξη· ο νους του ωμοίαζε προς χάος άνω του οποίου έρχονται και παρέρχονται αδιακόπως κ' εν αλληλουχία σκιαί και λάμψεις, μορφαί απαίσιαι και σαρκαστικαί. Ετελείωσε πλέον η ζωή και τα καλά της!

Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ' εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου μία-μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του ειπή ταπεινή τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κυττάζη με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανώλης, ηθέλησε να κουρδίση ολίγον τους δύο φίλους.

Οι βασιλείς ούτε ήσαν υποχρεωμένοι να υπακούουν εις τας γνώμας αυτής, ούτε ήσαν υπεύθυνοι προς αυτήν. Κατά τούτο η βουλή του Βυζαντινού Κράτους ωμοίαζε προς την Γερουσίαν της σημερινής Ρωσίας. Η Εκκλησία, οσάκις μάλιστα είχεν αξίους αρχηγούς, ήτο ισχυρός χαλινός εις την αυθαιρεσίαν των αυτοκρατόρων.

Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους. Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως αλευρωμένος γάτος. Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει. — Σου είπα, κατά τον καιρό! Εδικαιολογείτο ο μοναχός.

Και ο ενωμοτάρχης μέσω αυτών, σπασμωδικώς κινών την χείρα επί του όπλου, από της άκρας του κοντακίου εις την άκραν της κάννης, από του κινητού ουραίου εις τον ξυστόν, εις το κλισιοσκόπιον, εις τα ψέλλια, εξερεύγων ελευθεροστόμως και ακρατήτως τας φράσεις του, με μίαν παρρησίαν κάπως χαιρέκακον, μ' έκφρασιν θριάμβου επί της ηλιοκαούς μορφής του, με τον νευρικόν τρόμον εφ' όλου του σώματός του, ωμοίαζε προς κήρυκα αγωνιζόμενον να καθιδρύση νέους θεούς εις την συνείδησιν των αξέστων ακροατών του.

Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος υπό του ανέμου. Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά προφυλάξεως πατών, διά να μη βυθισθή και εμπέση παρ' αξίαν εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει να επιβάλη σιωπήν.

Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.

Ξύπνησαν όλοι, όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε.

Με τας τοιούτου είδους ασκήσεις ωμοίαζε περισσότερον με σκίουρον ή με πίθηκον παρά με ένα βάτραχον. Δεν θα ημπορούσα να είπω ακριβώς από ποίαν χώραν ο Χοπ-Φρωγκ είλκε την καταγωγήν του. Θα ήταν μάλλον από κάποιαν βάρβαρον χώραν, περί της οποίας δεν ήκουσε κανείς να ομιλούν και η οποία έκειτο εις μακράν απόστασιν από την αυλήν του βασιλέως μας.

Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795 φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του, η Ιφθίμη, κόρη του υψηλούτο φρόνημα Ικαρίου, 'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη• κ' έστελνε αυτότα δώματα του θείου Οδυσσέα, κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800 να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση. σιμάτου σύρτη το λουρίτον θάλαμον εμπήκε, 'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε•