Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ηρώτα εαυτόν τις ήτο ο τρίτος ούτος και άγνωστος άνθρωπος, όστις ενεφανίζετο αποτόμως ούτω εις τας όψεις αυτού. Απωτάτη και συγκεχυμένη, ως ανάμνησις άλλου κόσμου, τω ήλθε τότε η ηχώ της εσπερινής συνδιαλέξεως, ην είχεν ακροασθή, και τω εφαίνετο ότι ο ξένος ούτος ίσως ήτο ο Άρχων, ή ο Μάγος, περί ου ωμίλουν εκτενώς οι δύο φίλοι.
Παράδοξον δε, διότι ο Μάχτος δεν ίστατο μακράν, αλλ' έβλεπεν αυτούς εκ του σύνεγγυς και ηδύνατο ν' ακούη. Αλλ' ως φαίνεται, η φωνή των δεν είχεν ήχον. Τούτο επίστευσεν ο Μάχτος εν τω παραλήρω, εν ώ διετέλει, διότι άλλως δεν ηδύνατο να ερμηνεύση πώς, ενώ ωμίλουν ενώπιόν του, δεν τους ήκουεν. Ο Μάχτος δεν επέμεινε πλειότερον εις την λύσιν του προβλήματος τούτου, και μετέβη εις άλλην απορίαν.
Για 'με ωμίλουν κι' εις μικράς και εις μεγάλας σφαίρας, εγέννα ιλαρότητα η θέα μου και μόνη, ήμουν εγώ το ζήτημα κι' ο ήρως της ημέρας, αλλά με τας ιδέας μου κανείς δεν εσυμφώνει. Ένας και μόνος σύντροφος, υπάλληλος πτωχός, εις των λαμπρών μου ιδεών τα σύννεφα υψώθη, με ηκολούθει πάντοτε εκείνος μοναχός, πλην ποία αμοιβή γι' αυτό 'στον φίλον μου εδόθη!
Ο Θωμάς είχε σταματήσει προ του τελευταίου νερομύλου κ' επότιζε τον όνον του, ενώ ο Παπαδομάρκος επανελάμβανε τρίτην και τελευταίαν φοράν το διαλάλημα. Εκεί είχον σταματήσει και άλλοι χωρικοί και ωμίλουν περί της διαταγής, εντείνοντες την φωνήν διά να μη χάνεται εις την βοήν του μύλου.
Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ! πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της: — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι. Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν.
Και τωόντι, τι λείπει εις εμέ; Εάν έχω πόθον συζύγου, μήπως δεν δύναμαι να λάβω άλλην ; Εγώ να καταστρέψω τον αδελφόν μου διά ν' ανακτήσω την Ελένην, ν’ ανταλλάξω το αγαθόν μου αντί κακού ; Ωμίλουν προ ολίγου αληθώς ως νέος απερίσκεπτος πριν εξετάσω και αντιληφθώ καλλίτερον τι είναι να φονεύση τις τα τέκνα του.
Ο κόσμος ήτο εις κίνησιν, αι οδοί πλήρεις ανθρώπων, μεταξύ δ' αυτών άνδρες ένοπλοι, οίτινες εφαίνοντο ξένοι• εις τας θύρας των οικιών γυναίκες και παιδία έβλεπον και ωμίλουν ήτο ως εν ημέρα εορτής, και ήσαν τω όντι εορτάσιμοι ημέραι εκείναι. Αλλ' η επί των προσώπων ανησυχία εμαρτύρει ότι το χωρίον δεν εώρταζεν. Ο πατήρ μου επλησίασε γέροντα χωρικόν ιστάμενον παρά την ανοικτήν θύραν του.
Οι Συρακούσιοι, ουδεμίαν βοήθειαν βλέποντες ερχομένην εκ της Πελοποννήσου ή αλλαχόθεν, ήρχισαν να απελπίζωνται ότι ήθελαν νικήσει· ωμίλουν μεταξύ των περί συμβιβασμού και επρότειναν μάλιστα αυτόν εις τον Νικίαν, διότι μετά τον θάνατον του Λαμάχου εις αυτόν και μόνον έμεινεν η αρχηγία του στρατού.
Όλα τα πέριξ, ει και βωβά, ωμίλουν εις εκείνον ευγλώττως ότι εκεί ήτο ο Πύργος της Κατάρας, διά τον οποίον συχνά του ωμίλει η Κυρά Ρήνη.
Ποίαν γλώσσαν ωμίλουν το πάλαι οι Πελασγοί; Δεν δύναμαι να το είπω μετά θετικότητος· αλλ' εάν δύναται τις να εικάση εκ των σωζομένων εισέτι Πελασγών, των κατοικούντων άνωθεν της πόλεως των Τυρρηνών Κρηστώνος, οίτινες ήσαν ποτε όμοροι των σήμερον καλουμένων Δωριέων και κατώκουν τότε την καλουμένην Θεσσαλιώτιδα· έτι δε εκ των Πελασγών οίτινες έκτισαν εις τον Ελλήσποντον την Πλακίαν και την Σκυλάκην, και οίτινες άλλοτε συγκατώκησαν με τους Αθηναίους· τέλος έκ τινων άλλων μικρών πόλεων αίτινες Πελασγικαί ούσαι μετέβαλον όνομα· αν, λέγω, εξ όλων τούτων δύναταί τις να εξαγάγη συμπέρασμά τι, οι Πελασγοί θα ωμίλουν βάρβαρον γλώσσαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν