Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν. — Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν.

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.

Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν. Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.

Ησθάνθην την κεφαλήν μου ιλιγγιώσαν εκ της απιστεύτου αυθαδείας του ξένου. Ώρμησα κατόπιν αυτού, και τον συνέλαβον από της χειρίδος. — Πού πας; ανέκραξα. Πίσω! Μην ετρελλάθης χριστιανέ! — Κοιμάται ή έξυπνη είνε; μοι απήντησεν απαθώς. — Πού είσαι; Εδώ είνε μέρος ιερόν, είνε άσυλον! — Μην κάμνης θόρυβον, μη την εξυπνήσης, μοι είπεν ησύχως. Δεν ηδυνήθην να τον εμποδίσω και ήνοιξεν ήδη την θύραν.

Ο Γύφτος επέμεινε να μείνη όρθιος, και τότε ο ξένος ηναγκάσθη να μετέλθη έκτακτόν τι μέσον, να σύρη αυτόν εκ της χειρίδος, ίνα τον βιάση. Ο Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αντιστή επί πλέον, και υπήκουσεν. — Ελέγαμεν λοιπόν, μάστορη; είπεν ο ξένος με καθαράν φωνήν. — Τι διατάττει ο άρχων, είπεν ο Γύφτος με φωνήν υποτρέμουσανΝα μην έχης κανένα δισταγμόν, είπεν ο άρχων. — Τι θέλει ο άρχων;

Αν δ' η αναπνοή των άφινε νέφος αχνού επί της κάννης ή ο άνεμος έφερε κάρφος τι επ' αυτού, όλοι έσπευδον, άλλος διά της άκρας της φουστανέλλας και άλλος διά της χειρίδος του υποκαμίσου, να το απαλείψουν, κολακευόμενοι.

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν