United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους ο δήμιος ετοιμάζεται, και λαμβάνει ανά χείρας τον πέλεκυν, η δε τρομερά στιγμή επίκειται, ότε εξαίφνης κραυγαί θορυβώδεις ακούονται, λέγουσαι — Ο Φιντίας! ο Φιντίας!

Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και προσηύχοντο κραυγάζοντες: «Κύριε, ελέησον ημάς!» Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του.

Ο αρχηγός της χριστιανοσύνης διένειμε την ημέραν εκείνην τέσσαρας επισκοπάς, εχειροτόνησεν ιερείς δεκαέξ διακόνους, προσέθεσε δύο αγίους εις το Συναξάριον, απήλλαξεν από της αγχόνης πέντε κακούργους και από της πυρράς είκοσιν αιρετικούς, λυπούμενος ότι δεν είχεν εκατόν ως ο Βριάρεως χείρας, ίνα περισσοτέρας χάριτας διανείμη.

Μου φαίνεται πώς έχεις δίκαιον, είπα εγώ. — Και λέγεται μεν από μερικούς, εξηκολούθησεν, ότι ερώντες είνε οι ζητούντες το εαυτών ήμισυ, αλλ' εγώ λέγω ότι έρως δεν είνε η ζήτησις ούτε του ημίσεως ούτε του όλου, εάν τούτο δεν είνε αγαθόν, αφού οι άνθρωποι και πόδας και χείρας εαυτών παρέχουν θεληματικώς διά ν' αποκοπούν, όταν νομίζουν τα μέλη τους αυτά ως κακώς έχοντα.

«Οι δύο Δερβίσαι γονατίζουν τον Ζουρνταίν με τας χείρας επί του δαπέδου, ούτως ώστε η ράχις του επί της οποίας αποθέτουν το Κοράνιον να χρησιμεύη ως αναλόγιον είς τον Μουφτήν. Ο Μουφτής κάμνει δευτέραν κωμικήν επίκλησιν, συνοφρυούμενος, κτυπών από καιρού εις καιρόν την χείρα του επί του Κορανίου και στρέφων τας σελίδας με γοργότητα· μεθ' ο υψώνων τας χείρας, κράζει μεγαλοφώνως.

Μα αυτή σηκώνοντάς με μέ εξέτασε τι όνομα έχω, και από ποίον τόπον είμαι, και πώς έτυχα και έπεσα εις τας χείρας της αδελφής της. Εγώ της απεκρίθηκα εις όσα με ερώτησε, χωρίς να της κρύψω το παραμικρόν. Και τελειώνοντάς την ομιλίαν μου αυτή μου είπεν·

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εις την απόφασίν μου μόνον και εις τας χείρας μου θα εμπιστευθώ. Εις ουδένα εκ των του Καίσαρος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη θρηνής και μη λυπήσαι διά την περί το τέλος του βίου μου επελθούσαν μεταβολήν, αλλά καταπράυνε τας σκέψεις σου, αναπολούσα εις την μνήμην την προτέραν τύχην, ότε ήμην ο μέγιστος και επιφανέστατος ηγεμών του κόσμου.

Ήδη δε ήπλωνον επ' αυτής τας χείρας, ότε διακρίνασα επί της κλίνης τα περιέχοντα τα λείψανα των αγίων κιβώτια κατέφυγεν έντρομος όπισθεν αυτών.

Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . . ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.

Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Δοναλβαίν. ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του. Ω θέαμα φρικτόν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ανοησίαι, να λέγης: θέαμα φρικτόν! ΜΑΚΒΕΘτον ύπνον του ο ένας εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν» κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω, κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί