Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους, αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της αληθείας.

Η σκηνή παριστά boudoir κυρίας, επιπλωμένον με κάποιαν πολυτέλειαν. Η κ. Μεμιδώφ και αι τρεις θυγατέρες της εισέρχονται με φορέματα χορού, ενώ η υπηρέτρια ανάπτει τα φώτα. Η κ. Μεμιδώφ, γυναίκα ως σαράντα πέντε χρόνων, ενδυμένη ντεκολτέ, ρίπτεται εις μίαν πολυθρόναν ως πολύ κουρασμένη Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ουφ! Έσκασα. Ωραίος ο χορός, αλλά τον χειμώνα και όχι με τέτοια ζέστη.

Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Δεν είχες τότε καμμία χάρι, δεν είχες λούσα αρχοντικά, εφωτιζόσουν με το φεγγάρι, κι' όχι με φώτα ηλεκτρικά. Πώς ήσαν όλα απλά και σκέτα! ούτ' η Αυλή μας ποτέ σ' ετίμα, Λασσάλ δεν είχες και οπερέτα . . . για μουσική μας ήτο το κύμα. Τι ησυχία και τι ψαράδες! κ' ήμουν ακόμη παιδί τρελλό, ήτο χαρά μου η αχιβάδες, κι' επερπατούσα γιαλό γιαλό.

Και ότι όλα, ιδέες, εικόνες, στοχασμοί, αισθήματα, στίχοι ρυθμοί, μουσική, σκοτάδια και φώτα, ίσκιοι και φεγγοβολιές, είναι π ρ ο σ ω π ι κ ά και δ ι κ ά σας, το λέει το τετράστιχο αυτό, το όμορφο, και που ταιριάζει στον καθένα, που ξέρει να τραγουδά κατά κάποιο δικό του τρόπο: Ξέρω απ' όλα τα τραγούδια, μα για να τα πω, τα ταιριάζω τα τραγούδια, στο δικό μου το σκοπό.

Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών, φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι ζωντανοί.

Μ' άλλους λόγους, τους πέντ' έξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.

Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν. Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί. Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, ανετρέποντο, εποδοπατούντο.

Και στες 5 η ώρα ήρθε το χαμπέρι που νίκησαν η σύμμαχες δυνάμεις τη Ρωσία στην Κριμαία και σήκωσαν στο Κάστρο τες σημαίες της Τουρκίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Σαρδηνίας. Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας.

Στεκάμενος όμως από το θρόνο του ο Αθανάσιος, ήμερος κ' υπομονητικός καθώς πάντα, παρακινούσε τους πιστούς να συχάζουνε, ψέλνοντας ένα νικητήριο ψαλμό του Δαβίδ. Σπάνουν τέλος τις θύρες οι στρατιώτες, και πέφτουν τα βέλη μέσα βροχή. Ξάστραψαν τα σπαθιά κ' οι αρματωσιές από τα φώτα των πολυελαίων καθώς πρόβαλαν οι στρατιώτες και χυμίξανε μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν