United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της. — Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες! Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη. — Πού πας, μάνα; — Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.

Τον ανεδείκνυεν όμως μεγαλείτερον το άκαμπτον του στήθους του και ο όρθιος λαιμός του, τον οποίον περιέδεε διά πολλών πτυχών ο καλώς εσφιγμένος λαιμοδέτης του. Ήτο ξυρισμένος τον πώγωνα και τα χείλη. Η όλη περιβολή του συνηρμόζετο προς το σοβαρόν της εκφράσεώς του και προς τον βαρύν της φωνής του τόνον, ότε ωμίλει εκφέρων βραδέως τας λέξεις.

Ώστε καλά κάμαμε ναρθούμε προς τα εδώ; — Δεν ήρθαμε θεληματικώς· μας έφεραν τα ρέμματα. — Ξέρουν τι κάνουν τα ρέμματα! είπε με θεσπέσιον τόνον το Λιαλιώ, ήτις ωμοίαζε μέ τινας ανθρώπους βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζοντας αποφθέγματα κατ' όναρ. Λέγουσα δε, επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις θεού τινος την επιστασίαν.

Ότε η τελευταία λέξις ενός επτασυλλάβου είνε προπαροξύτονος, η τετονισμένη συλλαβή λέγεται έκτη, αι δε επίλοιποι δύο λογίζονται ως μία· π. χ. Ότε όμως η τελευταία λέξις έχει τον τόνον εις την λήγουσαν, ο στίχος τελειόνει με την έκτην· π. χ. Η πεντασύλλαβος πρόσθεσις δεν τελειόνει ποτέ παρά με λέξιν έχουσαν τον τόνον εις την παραλήγουσαν. Οι τόνοι είνε· α.

Αλλά συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, — και εδώ η φωνή του προσέλαβε τον τόνον πραγματικής οικειότητοςσυγγνώμην διά το ανευλαβές αυτό γέλοιο μου. Το γεγονός είναι, ότι εφαίνεσθε ολίγον σαν σαστισμένος!

Ωτακουστής δεν έγεινε μόνος ο Νίκος, αλλά, καθώς συνήθως συμβαίνει, αντί να επιπλήξω τον εαυτόν μου επέρριπτα εις εκείνον το σφάλμα. Όπως δήποτε, η ώρα δεν ήτο κατάλληλος διά μαθήματα ηθικής. Τουλάχιστον ο Νίκος ούτε ακρόασιν ούτε απόκρισιν έδωκεν εις τους λόγους μου, αλλά με τόνον φωνής μη επιδεχόμενον συζήτησιν: — Να φύγωμεν, είπε. Να φύγωμεν απ' εδώ μίαν ώραν αρχήτερα! — Καλά, Νίκο!

Σα σ' ακούω, δυχατέρα! . . . Αυτό το «σα σ' ακούω, δυχατέρα» ελέχθη με τόνον πολύ αλλόκοτον. Άλλως δεν ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην η νεαρά μήτηρ ήκουε τοιούτον τι εκ μέρους της μητρός της.

Απ' αρχής η λύρα του ένα έκρουσε τόνον και καθίστατο ούτος οσημέραι ζωηρότερος, ευχυμώτερος, συγκινητικότερος, υπέρτερος πάσης άλλης παραφωνίας.

Ώστε, φίλοι διπλωμάται, τι ακόμη καρτερείτε; Πρέπει όλοι σας με τόνον εις τον Βίκονσφηλδ να πήτε Πως δεν δίδεται η Κύπρος εις αυτόν ή εις εκείνον, Επειδή και είνε χώμα της πατρίδος των ελλήνων. Ειδ' αλλέως εγώ πάλιν μοναχός θα σηκωθώ Να διαμαρτυρηθώ.

Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων. — Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν. Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς. — Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον. — Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών. — Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του.