Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μα γιάιντα, γιάιντα; ... είπεν η κόρη, ως ναπηυθύνετο με παράπονον προς τον μέλλοντα πενθερόν της. Δεν το θωρεί πως θ' αρρωστήσης; — Κη μάνα μου του το 'πε, μα δεν ακούει, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον σχεδόν θρηνητικόν. Θέλει, λέει, να ψηθώ στη δουλειά. Α δε ξετελεσθή, λέει, το σπίτι ...

Εις τον ήχον της φωνής σου δώσε δύναμιν και τόνον, Και με θάρρος, Δεληγιάννη, ζήτησε τους όχι μόνον Όσα μέρη είνε πρέπον η Ελλάς να τα κατέχη, Όχι μόνον όσας νήσους το Αιγαίον περιβρέχει, Αλλά κι' ό,τι άλλο μέρος σου κατέβη εις τον νου, Το Βουγιούκδερε, την Πόλι και το Σαραΐ-Μπουρνού.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Η προς τους μαθητάς του Ιωάννου απόκρισις ήτο ολιγώτερον αυστηρά τον τόνον. Οι μαθηταί του τότε εν τω δεσμωτηρίω Ιωάννου «ήσαν» τας ημέρας εκείνας, «νηστεύοντες», και επεθύμουν να μάθουν διατί Αυτός και οι μαθηταί Του δεν ενήστευον.

Έδειχνε ότι πολύ εσκεύθηκε διά τα διάφορα υποκείμενα της μεταφυσικής και ηθικής, και η ομιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον του σατυρικού σκεπτισμού, οπού έκαμνε να υποφαίνεται εις όλας γενικώς τας γνώμας του. Το ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήταν κατώτερον των γνώσεών του εις την φιλολογίαν και τας επιστήμας.

Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.

Τώρα εξακολούθησε συ. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Μα τον Θεόν, Κύριέ μου, ωραιότατα· με καλόν τόνον και με νόημα.

Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή. Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας εισέδυον εις την καρδίαν του.

Ο Παπαθεοδωρακόπουλος εζαλίσθη διά την ερώτησιν αυτήν του γέροντος, εις το απότομον και τον τόνον της οποίας εύρισκε κάποιον δισταγμόν διά την καταγωγήν του, διά τους λόγους του, διά την πατρίδα του, δι' όλα. — Απ' τον κάμπο της Γαστούνης· εψιθύρισε τέλος. — Ντόπιος ή ερχάμενος; — Ντόπιος. . . — Μπρε!. .

Και τω όντι τόρα το αύλημα ήλλαξε τόνον. Δεν είχε πλέον εκείνην την θανατώδη φαγούραν της ψυχής· ήτο θωπεία παυσίπονος, ως μαϊστράλι καλοκαιρινόν, της καρδίας μαλακή μαλακή φλοξ, μη απειλούσα καταστροφήν αλλά μόνον οργασμόν, εις υψηλά αφοσιώσεως στρώματα, εις πίστιν και αυτοθυσίαν ωθούσα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν