United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κυρία έλεγε πως ονομαζότανε μαρκησία Παρολινιάκ. Η κόρη της, ως δεκαπέντε χρονών, ήτανε μαζί με τους πονταδόρους κι' ειδοποιούσε μ' ένα κλείσιμο του ματιού τις διάφορες κατεργαριές των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων, που προσπαθούνε να επανορθώσουνε μ' αυτό τον τρόπο τις σκληρότητες της τύχης.

Όλους τώρα να τους αραδιάσω; Ας πάρουμε μόνο μερικούς από κείνους που βλέπω στο Άστυ τόνομά τους. Πολλοί πολλοί δεν είναι, το ξέρω· μα θα πληθαίνουν. Αφίνω πια όσους τώρα γράφουν ή γράψανε στίχους στα τελεφταία τα χρόνια.

Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις, Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη, Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχταέρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου, Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες, Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους, Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα, Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.

Όλοι οι κατάδικοι, απολυμένοι τόρα μέσα στο προάβλιο, επερπατούσαν· άνω κάτω νεβρικοί· να χορτάσουν την τόσο ακριβή τους κίνηση, να ξεμουδιάσουν. Μερικοί έστεκαν δίπλα στους φαντάρους κ' εδίπλωναν τα πράματά τους, όταν πια οι φαντάροι ταπόψαχναν. Τα έκαναν πάλι σωρό μπροστά στω δωματίων τους τις πόρτες, να μην τους λείψη τίποτε.

Χρέος των Παλατίνων είτανε να διαφεντεύουν και το παλάτι· οι Πρωτοστράτηγοί τους λεγόντανε Magister Militum per Orientem, per Thracias και καθεξής. Οι Λιμετάνεοι δεν είτανε μονάχα στρατιωτικοί, μόνο δούλευαν και τη γης σα δεν είχε πόλεμο. Με το να διαφέντευαν τα συνορικά τα κάστρα, ονομάστηκαν αυτοί και Καστριάνοι .

ΡΩΜΑΙΟΣ Ομιλεί. — Ομίλει, ομίλει, άγγελε λαμπρέ! — Μου έλαμψες ‘ς το σκότος, καθώς οπόταν ο θεός εις τους ανθρώπους στέλνει τον πτερωτόν του μυνητήν απ' του ουρανού τα ύψη, κι αναστηλόνουν έκθαμβα οι άνθρωποι τα μάτια, και γέρνουν τα κεφάλια των οπίσω, να τον βλέπουν, που κάθεται ‘ς τα σύννεφα τα αργοκινημένα και αρμενίζει υψηλά ‘ς τους κόλπους του αιθέρος! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε, ω Ρωμαίε!

Τώρα παρά την πρύμνην αριστερόθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι' ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.

Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι πολεμούντες πολλήν ώραν είχον αποκάμει, βλέποντες επιστρέφοντας τους Έλληνας, ετράπησαν εις φυγήν. Τότε εκπηδήσαντες και οι περί τον Καραϊσκάκην ερρίφθησαν εις τους εχθρούς και τους κατεδίωξαν ικανόν διάστημα, φονεύσαντες υπέρ τους διακοσίους, εν οις οι πλειότεροι Αλβανοί.

Η προσφώνησις αύτη εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού· είς των παρισταμένων αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι ησθάνθησαν υγραινομένους τους οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των, επιτροπή δε πάραυτα συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των τρισχιλίων φράγκων.

Αλλ' αυτό το οποίον πράττεις τώρα είνε εναντίον προς εκείνο το οποίον επιδιώκεις• διότι νομίζεις ότι, επειδή σπεύδεις και αγοράζεις τα καλλίτερα βιβλία, θα συγκαταλεχθής με τους διακρινομένους εις τα γράμματα• αλλά τούτο εξ εναντίας αποδεικνύει και κάνει φανερωτέραν την απαιδευσίαν σου• διότι δεν αγοράζεις τα καλλίτερα, αλλά πιστεύεις εις εκείνους οι οποίοι τα επαινούν όπως τύχη και ακολουθείς τους ψευδομένους περί των βιβλίων και είσαι ασφαλής θησαυρός διά τους βιβλιοκαπήλους.