United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έπιασε πρώτα ο θαρρετός Μενέλας να μιλήσει «Τι έτσι αρματώνεσαι, αδερφέ; ή κάπιο μας να στείλεις των Τρώων θες κατάσκοπο; Όμως πολύ φοβούμαι, δε θ' αναλάβει σου κανείς τέτια δουλιά, να σύρει μονάχος πέρα ως στους οχτρούς και να κατασκοπέψει 40 μες στο σκοτάδι. Σαν πολύ θάχει καρδιά αντριωμένη

Κι' όπιος, παιδιά, κι' έτσι νεκρό τον Πάτροκλο όπως είναι σύρει οχ τα χέρια των οχτρών και του κωλώσει ο Αίας, 230 του δίνω τα μισά άρματα να πάρει, εγώ κρατώντας τ' άλλα μισά· κι' η δόξα του όση η δική μου θάναι

Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του , αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του.

Πήγαινε — ο Δίας σου μηνάειτον Έχτορα να πάρεις 175 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα, μόνος, μηδ' άλλλος σας κανείς μαζί σου να μη σύρει.

Πέριξ αυτής και του Αλεξάνδρου φαίνονται διάφοροι έρωτες μειδιώντες• και είς μεν εξ αυτών, ιστάμενος όπισθεν της νύμφης, σύρει από την κεφαλήν της την καλύπτραν και δεικνύει προς τον γαμβρόν την Ρωξάνην, άλλος δε ως θεράπων αφαιρεί το σανδάλιον εκ του ποδός της διά να την βοηθήση να κατακλιθή.

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου κι' ίσια τρεχάτος ξεκινάει να σύρει ως στις καλύβες.

Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν' απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον, τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα.

Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα, οπούτο χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα• δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν• ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580 προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.

Έτσι σα φόρεσε όλα της στο σώμα τα στολίδια, βγαίνει να σύρει, κ' έπειτα την Αφροδίτη κράζει χώρια απ' τους άλλους τους θεούς και της μιλά 'να λόγο «Μια χάρη, φως μου, σου ζητώ, και πες μου, θαν την κάνεις, 190 ή μήπως τάχα θ' αρνηθείς κι' έχει η καρδιά σου κάκια που εγώ βοηθάω τους Αχαιούς κι' εσύ βοηθάς τους Τρώες

Και παν ό,τι φέρει την σφραγίδα ταύτην, ελκύει ακαταμαχήτως· είνε η αγχέγονος Ιδέα, η προ αιώνων αγρυπνούσα, ήτις αφυπνίζει νοσταλγίας προς ιδέας, προ αιώνων κοιμωμέναι· είνε ο παλμός, όστις προκαλεί και σύρει προς εαυτόν τον παλμόν· είνε η Αρετή η αΐδιος, η εγκατασπαρμένη πανταχού φωτεινή και αστραπηβόλος· είνε η Πρόοδος, υπό ασύληπτον μορφήν και έκφρασιν· είνε η ώθησις τέλος προς την Εξέλιξιν, την μέχρι του Ακαταλήπτου ανιούσαν