United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπεις τι απολαβάς έχομεν τώρα απ' αυτόν τον νέον, που ούτε οβολόν σου έδωκέ ποτε, ούτε φόρεμα σου αγόρασε, ούτε υποδήματα, ούτε καμμιά μυρουδιά, αλλά πάντα σε πληρώνει με προφάσεις, με υποσχέσεις και ελπίδες για τον κόκκινο Μάη• και όλω επαναλαμβάνει ότι αν ο πατέρας ... και αν πάρω την πατρική μου περιουσία, όλα θα είνε δικά σου. Σου ωρκίσθη δε και, όπως λες, ότι θα σε κάνη νόμιμη σύζυγον.

Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της ωχράς αυτής παρειάς. — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της συζύγου του απάντησιν.

Το έντομον, αφού έμεινε ολίγον επί της κεφαλής της, ανέβη, διά του αυτού εναερίου δρόμου, εις την οροφήν. Εξήγησα ευθύς το φαινόμενον εις την οικογένειαν, ήτις πολύ συνεκινήθη. Την αυτήν εκείνην βραδειάν, ο φίλος μας ο προξενητής ήλθεν εις το σπίτι με τον γαμβρόν και την επιούσαν εγένοντο επισήμως οι αρραβώνες της κόρης μου, μ' αυτόν, τον και σήμερον συζυγόν της

Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο γέρων: — Κι' άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα. — Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων: — Εσείς δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο.

Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδίων και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη-—υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον.

Και προετοιμασθείς και καλλωπισθείς πανηγυρικώς και λαβών την λαμπάδα του απήλθεν εις τον ναόν εγκαιρότερον, ίνα επιστατή εν τω παγκαρίω. Ήτο η ώρα 11. Η Ανάστασις θα ετελείτο ακριβώς την δωδεκάτην. — Μη βιάζεσαι, είπεν εις την σύζυγόν του απερχόμενος. Θα έλθω να σε πάρω, όταν πλησιάση η ώρα ν' αναστήσουν.

Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός. — Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν του. — Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.

ΠΟΛ. Και το όνομά της είνε επίσης πολύ μουσικόν και χαριτωμένον, Λυκίνε• είνε ομώνυμος με την αξιέραστον σύζυγον του Αβραδάτα , την οποίαν θα γνωρίζης βέβαια εκ του Ξενοφώντος, όστις την εγκωμιάζει διά την σωφροσύνην και το κάλλος της.

Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον. Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς μαθητήν·Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα.

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! — Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου! Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.