Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Πλησίον της εγονυπέτει και ο σύζυγός της απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον, πλήρης χαρμονής.

Ύστερον, όταν εμεγάλωσε, κ' έγεινε δεκαεπτά χρόνων, και ειρήνευσαν οπωσούν τα πράγματα, κατά τους χρόνους του Κυβερνήτου, την υπάνδρευσαν οι γονείς της, και της έδωκαν άνδρα τον Γιάννην τον Φράγκον, εκείνον τον οποίον η σύζυγός του επωνόμασεν αργότερον «τον Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν». Τα δύο ταύτα παραγκώμια δεν του τα είχε δώσει άνευ λόγου η σύζυγός του, η Χαδούλα.

Μέσ' 'ς τη λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά! Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου ιματισμού.

Μετά καιρόν τέλος ανέρρωσεν. Αλλά δεν παρήλθε πολύ χρόνος και νέα πάλιν προσβολή, σφοδροτέρα της πρώτης, έρριψε την Ροβέναν εις την θλιβεράν εκείνην κλίνην, και έκτοτε η σύζυγός μου, ούσα φύσει αδυνάτου κράσεως, δεν κατώρθωσε πλέον ν' ανακτήση την προτέραν υγείαν· ο χαρακτήρ του νοσήματος εγίνετο οσημέραι επιφοβώτερος, χωρίς να δύνανται οι ιατροί να παράσχωσι την παραμικράν βοήθειαν, και τέλος κατέστη τούτο χρόνιον, ενώ ταυτοχρόνως ήρχισε να προάγεται εν αυτή και νευρικός ερεθισμός, βαθμηδόν επιτεινόμενος, εξ ου τα κοινότερα των πραγμάτων τη είχον καταστή αντικείμενα τρόμου.

Διηρχόμεθα τον έμπροσθεν του ανεμομύλου αγρόν εις τα πρόθυρα της πόλεως. Ο τροχός του δεν εκινείτο, είχον επιδεθή τα ιστία του. Εις την θύραν της παρακειμένης καλύβης εκάθηντο ο γέρων μυλωνάς και η σύζυγός του.

Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.

Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα . . . Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους . . . . Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον . . . . Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος . . . . Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του . . .

Όποιος δε από τους υιούς έχει ήδη αποκατασταθή εις κατοικίαν, εις αυτόν να μη δίδη μέρος από τα χρήματα. Ομοίως δε και εις την θυγατέρα του, εις την οποίαν υπεσχέθη τις ότι θα γίνη σύζυγός της, να μη δώση τίποτε ο πατήρ, εις την μη έχουσαν δε υπόσχεσιν γάμου, να δώση.

Κι' όμως αλλοιώς δεν γίνεται, αν ο θεός δεν θέλη να μάθω αυτά που θέλω εγώ• μα βλέπω, ξένε, τώρα ο σύζυγος μου ο ευγενής πως έρχεται εδώ πέρα, ο Ξούθος, όπου άφησε του Τροφωνίου το άντρο.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν