United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την τελευταία την στιγμήν αν μετανοιώση, στον Ηρακλέα αν δεχτή να θυσιάση, το λόγο μου σου δίνω να τόνε συχωρέσω. Άλλο από τούτο να μπορέσω δεν γίνεται να κάνω. Θέλω να πεθάνω! Θέλω να πεθάνω!

Ο μέγας βεζύρης πατέρας μου με επρόσταξε να έλθω να βιάσω τον γυρισμόν σου. Βεζυροπούλα μου, απεκρίθη η Κυρά, μεγάλην σύγχισιν μου προξενούν αυτές οι είδησες, που μου έφερες, όμως δεν θέλω λείψει να ανταμείψω τον ζήλον του πατρός σου, ομοίως και τον ιδικόν σου, που δείχνετε εις εμένα· θα μισεύσω το λοιπόν με λόγου σου τούτην την στιγμήν.

Μόνον δε όταν ήλθε στρατός τακτικός, συγκατένευσαν να παραδοθώσιν. Αλλ' οι άτακτοι ορμώντες διά μέσου των στίχων του στρατού, εθανάτωσαν πολλούς, κατά την στιγμήν της παραδόσεως. Τινές μάλιστα αρπάσαντες νήπια από τας αγκάλας των μητέρων, τα διεμέλισαν.

Και δεν θα εννοήσης, ούτε διατί η φύσις αποδεικνύεται ενιατού και προς εαυτήν ανειλικρινής και ψευδομένη· παρουσιάζει ζώα με μοναδικήν υπόστασιν και ανθρώπους με διπλήν· σε θωπεύουν διά του βλέμματος, καθ' ην στιγμήν διά της ψυχής των σε καταξεσχίζουν· ωκεανούς, υπό την λείαν των οποίων και χαρίεσσαν επιφάνειαν, κρύπτεται μαύρη άβυσσος με μυρίους θανάτους.

Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι, έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από λουρί.

Και τι να έγεινε αυτός ο άνθρωπος! θα τρελλαθώ! θα ψηλώση ο νους μου! έκραξεν η Αφέντρα, τείνουσα, να εξάψη ακόμη, ως κάμνουν αι γυναίκες, δι' αυθαιρέτου αλλ' ασυνειδήτου ενεργείας, τα εξημμένα νεύρα της. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη φωνή οξεία τραγουδιστού άδοντος: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . . — Α! να ο Παγώνας είνε, είπεν η γρηά-Συνοδιά.

Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και μαγικού αυτής παρελθόντος διέδραμεν ως αστραπή την φαντασίαν της, και υπέθεσε προς στιγμήν, ότι από γοητευτικού ονείρου αφύπνωσεν αποτόμως εις την φοβεράν πραγματικότητα.

Το έτερον παράδειγμα είνε ξυλουργού τινος, όστις ελάκτισε τας σανίδας του φερέτρου, καθ' ην ακριβώς στιγμήν ερρίπτετο το χώμα εις τον λάκκον». Εν δε τη αγορεύσει του Λαγερονιέρου ευρίσκομεν την κατωτέρω όντως φοβεράν περικοπήν: «Κατά τας γινομένας εσχάτως ανασκαφάς καταργηθέντων νεκροταφείων ευρέθησαν εν τοις φερέτροις σκελετοί εις θέσιν προδίδουσαν φρικώδη απελπισίαν.

Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Καλότα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη, διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε; ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις; — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην μητρικήν ερώτησιν.