Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Και αφού με είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο προδότης και επίβουλος, μου έδωσε πολλές μαχαιριές με ένα πουνιάλι, που επιταυτού είχε, και μένοντας από αυτές χωρίς καμμίαν αίσθησιν, και νομίζοντάς με αποθαμμένη με έβαλεν εις ένα σάκκον, και μοναχός του διά νυκτός με έφερε εις εκείνον τον τόπον που με ηύρες.
Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή. Αλλ' η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου. Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι. Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά θα επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη με όρεξιν, όταν τρώγη βερεσέ.
— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;
Ο μεγάλος Κλώσος άφησε τον σάκκον εις την θύραν της εκκλησίας, και υπήγε μέσα. Ο δε μικρός Κλώσος ανεστέναζε και εγύριζεν απ’ εδώ και απ’ εκεί, αλλά δεν ημπορούσε να λύση τον σάκκον. Εκεί ήρχετο ένας γέρων βοσκός ασπρομάλλης με ραβδί εις το χέρι, και είχεν εμπρός του ένα σωρόν πρόβατα, τα οποία έσπρωξαν τον σάκκον, και εκύλισαν τον μικρόν Κλώσον κατά γης.
Το κάλυμμα του φερέτρου δεν θα είναι καρφωμένον. θα το σηκώσετε ευκόλως και θα μεταφέρετε την ασθενή εις το φορείον μας, ενώ ημείς θα θέσωμεν εις το φέρετρον σάκκον άμμου. — Θα μεταφέρετε και άλλους νεκρούς από την φυλακήν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Απέθανον αυτήν την νύκτα περί τους είκοσι και προ της εσπέρας θα αποθάνουν και άλλοι, απήντητεν ο Ναζάριος.
Εκείθεν δε χωρίς να ομιλήση, έθεσε το βαρύ δοχείον μετά του χρυσίου εντός πεπαλαιωμένου και ρακοπλέκτου δισακκίου, όπερ ευρέθη προχείρως εκεί, εν τω ετέρω των σάκκων έθεσεν άρτους τινάς ξηρούς καλογηρικούς και προς τροφήν και διά το ισοστάθμισμα του δισακκίου και φορτώσας τούτο εις τον ώμον του πιστού Θανάση είπε να κρατή καλώς και μετά προσοχής τον εμπρόσθιον σάκκον.
Τέσσαρα ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί! Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η φιλάνθρωπος γραία μας έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνειθίσαμεν εις το σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν της δίψης και της πείνης.
— Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.
— Αχ! ανεστέναξεν εκείνος μέσα εις τον σάκκον. Τόσον νέος και πηγαίνω εις τον ουρανόν! — Κ' εγώ ο πτωχός, είπεν ο βοσκός, εγήρασα και δεν ημπόρεσα ακόμη να υπάγω εις τον ουρανόν. — Αν θέλης να τον ιδής, είπεν ο μικρός Κλώσος, άνοιξε τον σάκκον να έβγω εγώ να έμβης συ, και να υπάγης εις τον ουρανόν.
Διδασκόμεθα ελληνικά και ελληνικά δεν μανθάνομεν, διδασκόμεθα λατινικά και λατινικά δεν γνωρίζομεν αποφοιτώντες από το γυμνάσιον, διδασκόμεθα μαθηματικά, γαλλικά, φυσικήν και όταν αποφοιτήσαντες εξετάζομεν τον σάκκον μας, ευρίσκομεν κάτι τι από όλα εν συγχύσει χάους, αλλ' ουδέν αρκετόν και πλήρες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν