United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.

Έπειτα λαβών όλον τούτο το έθεσεν εις το ήδη πεπλασμένον ζώον, κατά τον εξής τρόπον: Τον ένα σάκκον εισήγαγεν εις το στόμα, επειδή δε αυτός ήτο διπλούς, το έν μέρος του κατεβίβασε διά της τραχείας αρτηρίας εις τον πνεύμονα, το δε άλλο πλησίον της αρτηρίας εις την κοιλίαν.

Όθεν οι Σάμιοι παρουσιάσθησαν και εκ δευτέρου, την φοράν δε ταύτην ήσαν συντομώτεροι· ηρκέσθησαν να δείξωσι σάκκον κενόν και να είπωσιν ότι ο σάκκος έχει ανάγκην αλεύρου. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τοις επεκρίθησαν πάλιν ότι η λέξις σάκκος ήτο περιττή· ενέκριναν όμως να τους βοηθήσωσι.

Και όταν μετά θαυμασμού εθεώρουν οι χριστιανοί τον αχθοφόρον εισερχόμενον εις τον ναόνκαι τον εισήγεν ο επίτροπος πάντοτε διαρκούσης της ακολουθίαςκαι φέροντα βαρύτατον σάκκον γεμάτον διαφόρου μεγέθους κηρία, νεόχυτα, ευωδιάζοντα, ο κυρ-Μανωλάκης έλεγε: — Τα βλέπετε αυτά; είνε από τα απόκερα!

Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

Ευχαρίστως! είπεν ο βοσκός, και εμβήκεν εις τον σάκκον· ο δε μικρός Κλώσος τον έδεσεν, επήρε το ραβδί του και υπήγεν εμπρός με τα πρόβατα. Μετ' ολίγον ο μεγάλος Κλώνος εβγήκεν από την εκκλησίαν, επήρε τον σάκκον εις τον ποταμόν, εκεί όπου ήτο πλατύς και βαθύς, και έρριψε μέσα τον σάκκον, εις τον οποίον εκείνος ενόμιζεν ότι έχει δεμένον τον μικρόν Κλώσον. — Καλά είσαι εκεί κάτω! εφώναξε.

Τι σου λέγει τώρα; τον ηρώτησεν ο γεωργός. — Λέγει ότι, αν θέλωμεν κρασί, θα το εύρης εις την γωνίαν οπίσω από τον φούρνον. Η πτωχή γυναίκα ηναγκάσθη να τους φέρη και το κρυμμένον κρασί της, ο δε γεωργός έπιε καλά και ευθύμησε, και ήθελε να ίδη τι δαίμονα είχε μέσα εις τον σάκκον του ο μικρός Κλώσος. — Ημπορεί η μάγισσά σου να μας φέρη εδώ τον διάβολον; ηρώτησεν.