Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Δίχως άλλο έπρεπε να φύγη, και να το πάρη απόφασι πως για τελευταία φορά είχε κρατήσει, κάτω από την κάπα του προσκυνητή — στον Άσπρο Κάμπο — τ' ωραίο σώμα της Ιζόλδης στα χέρια του. Τρεις ημέρες ακόμη έφαγε έτσι, χωρίς να μπορή να ξεκολλήση από τον τόπο που ζούσε η Βασίλισσα.
Με τρεμούλα άπλωσε η Ιζόλδη το δεξί χέρι στα οστά των αγίων και είπε: «Βασιληά του Λογρ, και σεις Βασιληά της Κορνουάλλης, και σεις άρχοντα Γκωβαίν, άρχοντα Κε, άρχοντα Ζιρφλέ, και σεις όλοι που ήρθατε δω εγγυητές μου, σ' αυτά τα άγια λείψανα και σ' όλα τα άγια λείψανα που βρίσκονται στον κόσμο, ορκίζομαι ότι ποτέ κανείς άνθρωπος γεννημένος από γυναίκα δε με κράτησε στα χέρια του εκτός από το Βασιληά Μάρκο τον κύριό μου, κι' από το φτωχό προσκυνητή που προ ολίγου έπεσε χάμω μπρος στα πόδια σας.
Όλη η δροσιά της βραδιάς, όλη η αρμονία των μακρινών, ήρεμων τοπίων, και το χαμόγελο των αστεριών προς τα λουλούδια και το χαμόγελο των λουλουδιών προς τ’ άστρα, και η περήφανη ευθυμία των νεαρών βοσκών και ο πόθος των γυναικών κρυμμένος μέσα στους κόκκινους κορσέδες, και όλη η μελαγχολία των φτωχών που ζουν περιμένοντας τ’ αποφάγια από το τραπέζι των πλουσίων, και οι μακρινοί πόνοι και οι ελπίδες του επέκεινα, και το παρελθόν, η χαμένη πατρίδα, η αγάπη, το έγκλημα, η τύψη, η προσευχή, ο ψαλμός του προσκυνητή που πηγαίνει, πηγαίνει και δεν ξέρει πού θα περάσει τη νύχτα αλλά νιώθει πως τον οδηγεί ο Θεός, και η μοναξιά του πράσινου στο κτηματάκι εκεί πάνω, ο ήχος του ποταμού και των σκλήθρων εκεί κάτω, η μυρωδιά από τους φλόμους, το γέλιο και το κλάμα της Γκριζέντα, το γέλιο και το κλάμα της Νοέμι, το γέλιο και το κλάμα τα δικά του, του Έφις, το γέλιο και το κλάμα όλου του κόσμου, τρεμόπαιζαν και πάλλονταν μέσα στις νότες του αηδονιού επάνω στο μοναχικό δέντρο που έμοιαζε ψηλότερο από τα βουνά, με την κορυφή του ν’ αγγίζει τον ουρανό και την άκρη του τελευταίου φύλλου χωμένη μέσα σ’ ένα αστέρι.
Όταν ο Τριστάνος γύρισε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι, κ' έρριξε μακρυά το ραβδί και την κάπα του προσκυνητή, αισθάνθηκε βαθειά στην καρδιά του ότι ήρθε η ώρα να κρατήση το λόγο που είχε δώσει στο Βασιληά Μάρκο, και να φύγη μακρυά από την Κορνουάλλη. Τι χασομερούσε ακόμη; Η Βασίλισσα είχε δικαιλογηθή, ο Βασιληάς την αγαπούσε, την τιμούσε.
Ιπποκόμοι και βαρκάρηδες άδραξαν τα κουπιά και τα καμάκια, κυνηγώντας το φτωχό άνθρωπο. «Αφήστε τον, είπε η Βασίλισσα, δίχως άλλο έχει εξαντληθή από μακρυνές περιοδείες σε άγιους τόπους». Και βγάζοντας μια χρυσή αλυσσίδα, την πέταξε στον προσκυνητή.
Σαν έφθασαν στην όχθη, η Ιζόλδη ρώτησε τους ιππότες που την συνώδευαν: «Άρχοντες, πώς θα μπορέσω να φθάσω στη στεριά χωρίς να λερώσω τα μακρυά μου φορέματα στη λάσπη; Θάπρεπε νάρθη κανένας πορθμέας να με βοηθήση». Ένας από τους ιππότες φώναξε τον προσκυνητή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν