Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Εν μέσω της γαλήνης της φύσεως διεχύνετο ούτος, απλούς ήδη, άνευ περιστροφών, άνευ καμπών και αναπάλσεων, αφελής ως προσευχή, ως επίκλησις προς κάτι ον υπέρτατον, κατέχον όλας τας σκέψεις και όλην την ζωήν του αυλητού.

Η Κυριακή προσευχή. — Ο τυφλός και κωφός δαιμονιζόμενος. — Η διαβολή των Γραμματέων. — Ο ΒεελζεβούλΑπόκρισις του Ιησού. — Νουθεσία εναντίον της αργολογίας. — Τίνες οι μακάριοι; — «Διδάσκαλε, θέλομεν σημείον ιδείν». — «Το σημείον Ιωνά του Προφήτου». — Επέμβασις των συγγενών Του.

Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται. Κεφάλαιο δεύτερο Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.

Ουδέποτε υπήρξε τοιαύτη προσευχή, συνδυάζουσα παν ό,τι η καρδία του ανθρώπου, διδασκομένη υπό του Πνεύματος του Θεού, ευρίσκει αναγκαιότατον προς θεραπείαν των αληθεστάτων πόθων της.

Είχεν ακόμη αρκετήν διαύγειαν νου διά να εννοήση ότι η προσευχή του Πέτρου θα ήτο μάλλον αποτελεσματική από την ιδικήν του. Ο Πέτρος του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, ο Πέτρος τον είχε βαπτίσει. Ο Πέτρος έκαμνε θαύματα. Ο Πέτρος ας έσπευδεν εις βοήθειάν του!

Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.

Τοιούτοι ήσαν οι κορυφαίοι των Αποστόλων, τους οποίους ο Χριστός συνήσωσε περί εαυτόν ότε εκάθισεν επί της πρασίνης κορυφής του όρους Κουρν Χαττίν. Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εις μίαν των δύο κορυφών τούτων διήλθε την νύκτα εν προσευχή, κ' εκεί τον εύρον οι μαθηταί Του περί το λυκαυγές.

Μόλις είδε πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνη πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα καλά καλά το έπλυνε• έπειτα από το δώμα, το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της: «Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζω εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.

Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι, Κι' όσαις φοραίςτο στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι, 'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα Εκείνον που τους έρριξετον κόσμο για καλό μας. Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!

Και όταν η προσευχή του ετελείωσεν, Εκείνος τους εκάλεσε πλησιέστερον καθώς εξηκολούθουν την οδοιπορίαν, και τους ηρώτησε τα δύο ταύτα βαρυσήμαντα ερωτήματα, εκ της απαντήσεως των οποίων εξηρτάτο όλον το πόρισμα του έργου Του επί της γης· Πρώτον ηρώτησεν αυτούς: «Τίνα Με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του Ανθρώπου;» Η απάντησις υπήρξε θλιβερά.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν