Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη;» Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι, και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι, ή ν' αφίνωσι παράδοξον εντύπωσιν.
— Πώς να πάη! . . . είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ! . . . Τι θα κάμη! . . . δεν θα βήξη; — Πώς το βλέπεις, μάνα; — Πώς να το ιδώ; . . . Μωρό παιδί είναι . . . να, που ήρθε στον κόσμο κι' αυτό! επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία. Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού.
Με αναγκάζεις να σε βρίζω. Αλλ' άρχισε από τον Εύφορβον και πε μου πώς έγινες Πυθαγόρας και έπειτα τα άλλα μέχρι του Πετεινού• διότι θα έχης ιδή και πάθη πολλά εις τις τόσες διαφορετικές ζωές που πέρασες. ΠΕΤ. Θα εχρειάζετο πολλή ώρα να σου διηγηθώ πώς εις την αρχήν η ψυχή μου εστάλη από τον Απόλλωνα και εισήλθεν εις σώμα ανθρώπου διά να τιμωρηθή.
ΒΑΚΧ. Κάτι όμως θα τρέχη μ' αυτόν τον Ερμότιμον. ΜΕΛ. Να με δης και να με λυπηθής, Βακχί, να με δης πιο δυστυχισμένη παρ' ό,τι είμαι σήμερον, αν εγώ γνωρίζω κανένα Ερμότιμον ναύκληρον. Τέλος πάντων ο Χαρίνος εσηκώθη κι' έφυγε αξημέρωτα με το πρώτο λάλημα του πετεινού.
Η μητέρα όμως της Ξενιώς, έξυπνη γρηά, γνωρίζουσα από τοιαύτα περιστατικά, εφρόντισε, κατά την ώραν όπου θα έλεγεν ο εφημέριος, ο τελών το μυστήριον, το «Ευλογημένη η βασιλεία», ότε πιάνουν τα μάγια, εφρόντισεν η γραία μήτηρ να είνε κλειστά όλα τα παράθυρα και η πόρτα. Κατώρθωσε δε να ορισθή ο γάμος την αυγήν μετά το λάλημα του πετεινού, ότε διαλύονται αι σατανικαί ενέργειαι.
Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι!»
Φρικιώμεν υπό την βίαν της μάχης, η οποία θέτει εν ημίν εις αγώνα το ωρισμένον και το αόριστον, την πραγματικότητα και την σκιάν. Αλλ' εάν η μάχη έφθασεν εις αυτό το σημείον, τότε θα υπερισχύση η σκιά, μάτην δε αγωνιζόμεθα. Η καμπάνα αντηχεί, είναι η πένθιμος κωδονοκρουσία της παρελθούσης ευτυχίας μας. Είναι ακόμη η κραυγή του πετεινού διά την σκιάν που τόσον μας παρέλυσεν.
Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της! Είχε «ψηλώσει» ο νους της!
Και ήρχισε να διηγήται εις τας συντρόφισσάς της μίαν ιστορίαν, η οποία έκαμε τα πτερά των ορνίθων να ορθωθούν, και τον κουκουρίκον του πετεινού να πέση από την συγκίνησιν. Αλλ' ας αρχίσωμεν απο την αρχήν. Η αρχή έγεινεν εις ένα άλλον ορνιθώνα εις την άλλην άκραν της πόλεως. Ο ήλιος είχε βασιλεύσει και αι όρνιθες ητοιμάσθησαν να κοιτάσουν.
Το έμφυτον όμως τούτο φυλετικόν αίσθημα δεν ήτο, ως φαίνεται, ικανώς ανεπτυγμένον, ώστε να υπερνικήση τας εφόδους του διεστραμμένου του πετεινού μου ατομικού χαρακτήρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν