United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή. Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν.

Ταύτα αρκούσι, πιστεύω, προς απόδειξιν ότι εξ ίσου άτοπον και παράλογον είνε να ζητή τις δράσιν εις τα έργα του Ρακίνα ή να περιορίση εις τον διάλογον τα δράματα του Σαιξπήρου.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Το εμπόριον, και το ευτελέστερον ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και απέραντον της ζωής ορίζοντα, ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον εν μέσω των τεσσάρων τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο Λαλεμήτρος, φυλλομετρών το κατάστιχόν του.

Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά: — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός· έκλεψε διά να φάγη. Ερωτώ τον κρεμασμένον: — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης; Και ο κρεμασμένος απαντά: — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη.

Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους.

Από αυτά δε, τα οποία διαχωρίζονται κατ' αυτόν τον τρόπον, όσοι μεν έγιναν τοιούτοι από ανοησίαν χωρίς καμμίαν κακίαν του θυμικού και του ήθους, αυτούς ο δικαστής ας τους περιορίση συμφώνως με τον νόμον εις το σωφρονιστήριον όχι ολιγώτερον των πέντε ετών.

Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον; 'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη. Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν, και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;

Και δεν είναι τούτο μία μοναδική περίπτωση. Είναι απλώς έν' ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα· κι αν δεν μπορέση να γίνη τίποτε για να εμποδίση ή τουλάχιστο να περιορίση την τερατώδη μας λατρεία των γεγονότων, η Τέχνη θα γίνη στείρα κ' η ομορφιά θα χαθή απ' τη χώρα. »Ακόμη και Ο κ.

Το θείον δεν κατέρχεται να περιορίση την εξάσκησιν των δυνάμεών του διά των όρων της πεπερασμένης κριτικής, ουδέ είνε σύμφωνον προς την βουλήν του Θεού το να κατορθώση την επιστροφήν τον ανθρωπίνων ψυχών δι' απλής πτοήσεως προς εξωτερικά σημεία.