Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Και όταν εγύρισα εις την πατρίδα το έφερα αυτό το ποσόν και το έδωκα εις τον πατέρα μου, ώστε εκείνος και οι άλλοι συμπολίται τα έχασαν και έμειναν έκπληκτοι. Και εν γένει εγώ σχεδόν νομίζω ότι μόνος μου εκέρδισα περισσότερα παρά δύο άλλοι σοφισταί μαζί, οποιοιδήποτε και αν είναι. Σωκράτης.
Έπειτα έκοψε τη γλώσσα, το ρύγχος, τα νεφρά, την καρδιά, και τάλλα εντόσθια. Κυνηγοί και οδηγοί των λαγωνικών, σκυμμένοι γύρω του, τον κύτταζαν, γοητευμένοι. «Φίλε, είπεν ο αρχικυνηγός, αυτές η συνήθειες είναι ωραίες. Σε ποιον τόπο της έμαθες; Πέσε μας την πατρίδα σου και τόνομά σου. — Ωραίε άρχοντα, με λένε Τριστάνο κι' αυτές της συνήθειες της έμαθα στην πατρίδα μου, στο Λοοννουά.
Όλες σκλάβες, όλες ορφανές από πατέρα κι' από μάννα, έρημες όλες από πατρίδα κι από σπιτικό. Και να είτανε να πης πηγαίνανε σε μοναστήρι να κλειστούν ή και ζωντανές να θαφτούνε σαν το συγγενολόγι τους σε κάποιο σπήλιο κι αυτές! Σκοπός και τέλος του ταξιδιού τους είταν η ατιμιά, το ζωντανό το μαρτύριο. Αρχηγός Τουρκαρβανίτης και μερικοί Τούρκοι μαζί του τις οδηγούσαν κατά τη Σούδα.
Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντροπαλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κ' η φωνή μου σε χαδέβει. — Λέλα, μη σου φανή ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πης; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλο — ίσως κανέναν που αγαπάς; — Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.
Ενώ δε ούτοι έπασχον ταύτα, ο Δημοκήδης έφθασεν εις την Κρότωνα. Φθάσαντος δε αυτού εις τη πατρίδα του, ο Αριστοφιλίδης απέλυσε του Πέρσας και τοις απέδωκεν ό,τι έλαβεν εκ των πλοίων των. Εκπλεύσαντες εκείθεν οι Πέρσαι και διώκοντες τον Δημοκήδην έφθασαν εις την Κρότωνα· ευρόντες δε αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον συνέλαβον.
Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος.
Η εκ των καθημερινών κακώσεων άσβεστος δίψα εκδικήσεως και η άγνοια των ηθικών και υλικών απολαύσεων της ευζωίας, παρίστα το επάγγελμα του κλέφτου ου μόνον ως καθήκον προς την πατρίδα, αλλά και αυτό καθ' εαυτό ως το ποθεινότερον των επαγγελμάτων.
Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πώς μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πώς μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορής, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσης. Τέτοιο γούστο εσύ δεν τόχεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την τήν πατρίδα μου. Χάρισμά σου.
Ήλθ' ο Γιωργάκης! — Ήλθε, παιδί μου; Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι. Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς.
Άμα την είδα με συνεκίνησεν η θέα της. Μου ήλθον εις τον νουν όντα αγαπητά, ανεπόλησα την οικογένειαν, την πατρίδα. Η ωχρά εκείνη θελκτική μορφή ημαύρωσε διά μιας την φαιδρότητα των πρώτων εντυπώσεων της ξενιτείας. Το θλιβερόν της βλέμμα επλημμύρησε θλίψεως την ψυχήν μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν