United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Πηγή επροσπάθει να κρύψη την οδύνην της και να φανή φαιδρά, όπως εις το παρελθόν. Αλλά το μειδίαμά της τώρα ήτο πικρόν και εις την πικρίαν του ο Σαϊτονικολής διέκρινε τον πόνον της ζηλοτυπίας, ήτις είχεν αρχίση να κατατρώγη την αθώαν εκείνην καρδίαν.

Και εδοκίμασεν αληθή οδύνην, όταν μίαν ημέραν έλαβε δύο λέξεις του, δι' ων τον επληροφόρει ότι φεύγει μακράν, εις αναζήτησιν τύχης. Έκτοτε τον έχασε και παρέμεινεν εις την μνήμην του το σχολικόν τούτο επεισόδιον ως γλυκύπικρος ανάμνησις. Ο καιρός παρήρχετο εν τω μέσω των ασχολιών του των επιστημονικών, των κόπων του των ανενδότων.

Αλλ' η επελθούσα κακοκαιρία, ήτις από της βροχής ετράπη εις χιονοθύελλαν, εματαίωνε το σχέδιον. Τα όπλα των, τουφέκια παλαιά με πυρολίθους, κατέστησαν άχρηστα εκ της βροχής. Όσοι δε, κατορθώσαντες να διαβώσι τους πλημμυρούντας χειμάρρους, έφθασαν εις τα περί το Αρκάδιον υψώματα, εθεώντο άπρακτοι, με την οδύνην της αδυναμίας, την σπαρακτικήν τραγωδίαν ήτις ετελείτο κάτω εις το οροπέδιον.

Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη: — Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην, την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα δυνηθής, εάν το θελήσης.

Γνωρίζεις δε πόσον ανθρώπινον το στέλεχος, καταδικασθέν βιαίως εις το να μένη αμέτοχον πάσης παρηγόρου στοργής, παντός αισθήματος όπερ ο Θεός διά της αθανάτου πνοής του ενεφύσησεν εις την καρδίαν, γνωρίζεις πόσον ρέπει υπέρ παν άλλο πλάσμα εις την ανάγκην ταύτην του βίου; Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνη, την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν.

Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν, αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη. — Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή.

Μη υπάρχουν δύο άνθρωποι εντός μου, και μοιράζεται εις δύο η ενέργειά των; Εξ ενός ο δούλος της συνηθείας, η εργαζομένη μηχανή, ο ετεροκίνητος τροχός, — εξ άλλου η αμετάβλητος σκέψις, η ακατάβλητος οδύνη, η διηνεκής ανάμνησις; Εξ ενός η θέλησις, εξ άλλου η συνείδησις; Επροσπάθησα να μεταβάλω την σκέψιν, να καταβάλω την οδύνην, να νικήσω την ανάμνησιν, επάλαισαν επί πολύ εντός μου τα αντίθετα στοιχεία, αλλ' η θέλησις δεν ισχύει.

Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....

Αλλ' έμελλε λοιπόν να τελεσθή γάμος υπό τας όψεις του, τόσον ευκόλως και προχείρως; Ο Μάχτος ησθάνθη φρικώδη οδύνην, Μη είνε η Αϊμά; είπε καθ' εαυτόν. Την έννοιαν ταύτην δεν ηδυνήθη να μεταβάλη εις λέξιν, την λέξιν δεν ίσχυσε να εκφέρη εις κραυγήν, και ο πέπλος αυτομάτως έπεσε. Το βλέμμα του νέου έπεσεν αρπακτικόν επί της μορφής εκείνης. Φρικώδες! Ήτο η Αϊμά. Δεν ηπατήθη.

Η σκέψις δε, ότι οι πολιορκούμενοι θ' απέδιδαν ίσως εις απροθυμίαν την εγκατάλειψιν αυτών, καθίστα πικροτέραν την οδύνην των δυστυχών εκείνων. Ήσαν αρά γε δυστυχέστεροι και πλέον αυτών αξιοθρήνητοι οι κινδυνεύοντες εντός του Αρκαδίου;