United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.

Μα ενώ έπρεπε να είμαι κάτι άλλο, έχω του ανθρώπου τη μορφή, και όλα τα πράματα με αναγκάζουν να πάγω στη θέση μου, να κάνω τον άνθρωπο, να ζω σαν άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος. Παθαίνουμαι στην Πόλη· αν και δεν ενδιαφέρει τους άλλους, όμως παθαίνουμαι· πρέπει να έβγω απ' αυτή την πυρωμένη κατάσταση και να νοιώσω τι θέση έχω στην Πόλη ... Θα ιδώ την Πόλη, το πρωί, από τον Άγιο Στέφανο.

Καταλάβατε τώρα την κουταμάρα μου; Κάθουμαι και φιλονικώ ήσυχα και σοβαρά με τον κ. Σωτηριάδη, σταλιές σταλιές παίρνω το φαρμάκι του, το κοιτάζω και το μετρώ, χωρίς να νοιώσω τι τρέχει. Δεν τρέχει και τίποτα πολύ σπουδαίο να, καταλόγησα μερικά του λαθάκια στη δημοτική, καθώς είδαμε και πιο απάνω πως καλά καλά δεν την ξέρει. Τι είναι αφτό; Τίποτις. Ωςτόσο έφταξε για να μας τα ψάλη ο κ.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.