Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε ταγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν ταηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.
Ο Δάφνης λοιπόν, αφού εγέλασε γλυκά, την εφίλησε πιο γλυκά και της εφόρεσε το στεφάνι από τους μενεξέδες, άρχισε να της λέη το παραμύθι της Ηχώς, αφού της εζήτησε, άμα της το μάθη, για πλερωμή δέκα φιλιά: 23. — Νύμφες, αγάπη μου, είναι πολλές: Μελικές, Δρυάδες και Έλειες· όλες όμορφες, όλες τραγουδίστρες· και μια απ' αυτές εγέννησε κόρη την Ηχώ· θνητή, επειδή ήταν από πατέρα θνητό· όμορφη, επειδή ήταν από μητέρα όμορφη.
Κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο μάτσο από μενεξέδες και είχε τη ματιά της καρφωμένη απάνω στα λουλούδια, σαν να μιλούσε όλη την ώρα μαζή τους. Στο χέρι της, ένα άσπρο παχουλό χεράκι μια χρυσή βέρα άστραφτε στο μεσιανό δάκτυλο. Ένας επιβάτης είπε κρυφά στον άλλον: — Κάποια χήρα θα είναι. Ο άλλος του είπε, λιγώνοντας τα μάτια του : — Τι όμορφη που είναι!...
Επειδή αυτό σαν ακίνδυνο ήτανε συχωρεμένο. Κ' η Χλόη έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του Δάφνη κ' εφίλησε τα μαλλιά του, που για αυτήν ήτανε καλύτερα από τους μενεξέδες. Κι αφού έβγαλεν από το ταγάρι της ένα κομμάτι πηχτή και λίγα φελιά ψωμί, τούδωκε να φάη· κ' εκεί που έτρωγεν αυτός άρπαζεν από το στόμα του το φαΐ κ' έτσι έτρωγε κ' εκείνη σαν κλωσσοπούλι.
Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν.
Τα ζεμπούλια σμίγαν απαλά με τις γαλάζιες ανεμώνες, οι γαλάζιες ανεμώνες μ' άσπρες, με λευκόια και μενεξέδες κι όταν κόντευε να φτάση η μέρα του Άιγιανιού κι ο καλοκαιρινός αέρας έπαιζε στις κατεβασμένες κουρτίνες, ήρθανε κ' οι φεγγοβόλες πασκαλιές. Η μαμά κι ο Σβεν είταν εκείνοι που φέρνανε τάνθη κ' είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο ταγαπούσε πιο πολύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν