United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Αυτά κι' αυτά, που σήμερα οι νέοι σαλιαρίζουν, αδειάζουν της παλαίστρες μας και τα λουτρά γεμίζουν. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ω, σε πολλά• και ο Πηλεύς , γιατ' ήταν μυαλωμένος, επήρε ξίφος. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ξίφος, αι; ωχ! ο δυστυχισμένος! αστεία, πήρε χάρι. Κέρδισ' απ' το λυχνάρι τάλαντα ο Υπέρβολος , μα με την πονηρία• και όμως δεν εκέρδισε και ξίφος, μα τον Δία!

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Κι όχι μονάχα που είναι ιερό πράμα, όχι μονάχα που μας κράτησε το λυχνάρι της εθνικής σωτηρίας μας ως το τέλος, μα επειδή ακολουθώντας την ξεδιαλύνουμε το χαρακτήρα μας, τα φυσικά μας, μελετούμε μάλλους λόγους την καθαυτό ζωή μας που είναι κ' η καθαυτό ιστορία μας. Ιστορήσαμε ως την ώρα ένα και μεγάλο, εθνάρχη, τον Αθανάσιο.

Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Οι αδελφές της την βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Η ντόνα Έστερ πήρε το χαρτί, με το χέρι έξω από το σάλι∙ η ντόνα Ρουθ άναψε το λυχνάρι επειδή είχε κιόλας νυχτώσει. Κάθισαν και οι τρεις στον πάγκο και η Νοέμι, ήρεμη και ψυχρή, ξαναδιάβασε με δυνατή φωνή το χαρτί.

Θενά δης άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστήλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τηνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» — το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερό μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ.

Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.