Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Δεν πολυχρειάζονται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο. Δεν ξέρω πόσα χρόνια, και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάννα μου στο Σκολειό. Πρέπει να είμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόντευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθεμέρα την Ελένη.
Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα! Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη. Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!! Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος.
Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.
Γιατί ποια σημασία είχαν τα έπιπλα, τα φορέματα, τα πράματα; Ποια σημασία είχε αν δυο ερειπωμένοι άνθρωποι, που η ζωή τους κόντευε να τελειώση, καθόνταν εδώ και θλιβόντανε για την αντίθεση μεταξύ χτες και σήμερα, μιαν αντίθεση που καταντούσε ασήμαντη όσο η αλλοτινή ευημερία είτανε τόσο μικρή; Ποια σημασία είχαν όλ' αυτά εμπρός στο πως αυτή δεν έμελλε να ξαναδή ποτέ το νησί της νιότης της, όπως το είδε μια φορά;
Ένα με τ' άλλο τσακίζονταν τα κλωνιά του· ένα με τ' άλλο έπεφταν μαραμμένα τα φύλλα του κι ο ίδιος ο κορμός του κόντευε να ξερριζωθή. Σήκωσε τα χέρια ψηλά για να τον κρατήση. Μα την ίδια στιγμή πρόβαλε από κάπου ένας χοντροκαμωμένος χωριάτης, με φοβερό πριόνι στο χέρι του. Τον χαιρέτησε χαμογελώντας κι άρχισε να πριονίζη έρριζα το δέντρο. Πριόνιζε δυνατά, γοργά κι ακούραστα.
Τα ζεμπούλια σμίγαν απαλά με τις γαλάζιες ανεμώνες, οι γαλάζιες ανεμώνες μ' άσπρες, με λευκόια και μενεξέδες κι όταν κόντευε να φτάση η μέρα του Άιγιανιού κι ο καλοκαιρινός αέρας έπαιζε στις κατεβασμένες κουρτίνες, ήρθανε κ' οι φεγγοβόλες πασκαλιές. Η μαμά κι ο Σβεν είταν εκείνοι που φέρνανε τάνθη κ' είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο ταγαπούσε πιο πολύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν