Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Για να σας φέρη μαρτυριαίς σε πιούς καιρούς και τόπους, Τα ζώα γλώσσαις έκρεναν σαν όλους τους ανθρώπους· Και με πια χέρια ημπόρηγαν τα άρματα να πιάσουν, 15 Και σαν κι' εκείνους γνωστικά πολλαίς δουλιαίς να σιάσουν. Αυτός με το κεφάλι του δεν τα 'χει εφευρεμένα· Αλλούθε τα δανείστηκε, κι' απ' άλλον συγγραμμένα.
Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.
Στήσανε δηλαδή μεγαλόπρεπες καμάρες και πέρασε αποκάτω μπαίνοντας στην Πρωτεύουσα η δοξασμένη συνοδιά του Βελισάριου μ' αρίθμητα πολύτιμα λάφυρα και καλλιτεχνήματα που τα είχε ο Γιζερίχος αρπαγμένα από την Ιταλία· μαζί μ' αυτά και τα μαλαματένια βάζα κι άλλα φυλαχτήρια των Εβραίων που από του Τίτου τους καιρούς είτανε μεταφερμένα στη Ρώμη από τα Ιεροσόλυμα.
Έπρεπε να σμίξουνε δυο τέτοια αμέρωτα στοιχεία για να σταματήσουν την ορμή της «κοινής γνώμης», κι άλλο δεν είταν παρά κοινή γνώμη το ιπποδρόμιο της Πόλης τους καιρούς εκείνους.
Το μετάξι καθαυτό είτανε γνωρισμένο, αφού σε πολύ πιο παλιούς καιρούς κατασκευάζανε λαμπρά μεταξωτά και στη Συρία κι αλλού· πολυέξοδο όμως, επειδή έφερναν το υλικό από την Κίνα με μεγάλους κόπους, με βαρειές θυσίες, και μέσον Περσίας. Πλέρωνε δηλαδή η πραμάτεια φοβερούς φόρους, και καμιά φορά σαν είχαμε Περσικούς πολέμους δεν περνούσε κιόλας. Από θάλασσα πάλε η μεταφορά του ακόμη πιο δυσκολώτερη.
Άρχισε το κακό από τους καιρούς του Σύλλα, που και κολώνες από τον Ολύμπιο Δία είχε μεταφερμένες στο Καπιτώλι. Ήρθαν κατόπι τα ξεχωσίματα των Κορινθιακών τάφων, τότες που γέμισε η Ρώμη νεκραναστημένα στολίδια. Ήρθε η έξοχη εκείνη ιδέα του Νέρωνα, που πήρε τα λαμπρότερα μας αγάλματα και πρόσταξε να ταποκεφαλίσουν και να τους κολλήσουν κεφάλι σαν το δικό του!
Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάρι.» Είπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχή — γυναίκα ή άντρας — στη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.
'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι, και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145 «Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου, 'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα, και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας, και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150 κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα, 'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».
Αλλ' εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας.
Ούτε δι' όσα αλλάζουν κατά καιρούς• καθώς λόγου χάριν διά τας ξηρασίας και τας βροχάς. Ούτε δι' όσα προέρχονται από την τύχην λόγου χάριν διά την εύρεσιν θησαυρού. Ούτε τέλος όλα γενικώς τα ανθρώπινα• λόγου χάριν πώς ήτο δυνατόν να πολιτεύωνται τελειότερον οι Σκύθαι κανείς από τους Λακεδαιμονίους δεν το σκέπτεται. Διότι από όλα αυτά τίποτε δεν ημπορεί να προέλθη από ημάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν