United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δηλαδή μου φαίνεται ότι εννοείς, ότι δεν πρέπει να ευχώμεθα και να βιαζώμεθα πώς να ακολουθήσουν όλα την θέλησίν μας, όχι όμως και η θέλησίς μας να ακολουθή διόλου την φρόνησίν μας, ενώ αυτό πρέπει και η πόλις και έκαστος από ημάς να εύχεται και να επιδιώκη, δηλαδή, πώς να αποκτήση νουν.

Η πτώση του ανθρώπου και η κατάρα του Θεού μπαίνουν αναγκαστικά μέσα στον άριστο των κόσμων. — Ο κύριος δεν πιστεύει λοιπόν στην ελευθερία; είπε ο μαύρος άνθρωπος — Η εξοχότητά σας θα με συγχωρήση, είπε ο Παγγλώσσης. Η ελευθερία μπορεί να συνυπάρχη με την απόλυτη αναγκαιότητα, γιατί ήτανε αναγκαίο νάμαστε ελεύθεροι. Γιατί επί τέλους η ετεραρχική θέλησις, . . .

Τα στοιχειά κ' αι ασθένειαι ήσαν υπό την εξουσίαν της και ηδύνατο να τας διαθέση, κατά βούλησιν· η κατάρα της ήτο ισχυροτέρα μητρικής κατάρας· η θέλησίς της νόμος της δημιουργίας. Εγνώριζε πού φυτρώνει το σιδερόχορτον προ του οποίου τα κλείθρα τήκονται ως κηρός, πού έχει την φωλεάν του ο τυφλίτης και εις ποίον μέρος της γης καταφεύγει ο υδράργυρος όταν πέση χαμαί.

Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς. — Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί της Λιγείας. — Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων.

Ο Ιησούς προσέβλεψε τον άνθρωπον μετά βαθυτάτης ευσπλαγχνίας. Ήτο προφανές ότι και η θέλησίς του ασθενούς ήτο τόσον παραλυτική όσον σχεδόν και το σώμα του. Ο Ιησούς αποταθείς προς αυτόν είπε: — «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» Ο ασθενής απεκρίθη: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω ίνα, όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει και λαμβάνει την ίασιν».

Δεν ήτο κατάλυσις του Μωσαϊκού νόμου· τουναντίον, ήτο αποδοχή της δικαιοσύνης τούτου, και αναμφιβόλως πρέπει να έπεσε βαρέως ως θανατική απόφασις εις την καρδίαν της γυναικός. Αλλ' ενήργησε κατά τρόπον πάντη απροσδόκητον. Ο τρομερός νόμος έμενε γραπτός· δεν ήτο ο καιρός, δε ήτο η θέλησίς Του, να τον εξαλείψη.

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

Η χειρ μου τότε σκούντησε ένα σπασμένο και μαυρισμένο ποτήρι και αιφνιδίως ολόκληρος η τρομερά αλήθεια έλαμψε προ των οφθαλμών μου. Λ ί γ ε ι α . . . «Και στο βάθος ευρίσκεται η θέλησις, η οποία ουδέποτε πεθαίνει.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Τα δέχεται η πτώχεια μου, η θέλησίς μου όχι. ΡΩΜΑΙΟΣ Όχι την θέλησιν κ' εγώ, την πτώχειαν σου πληρόνω. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Πάρε αυτό και χύσε το 'ς ό,τι πιοτόν κι' αν ήναι, και πιέ το. Είκοσι ανδρών την δύναμιν να έχης, αμέσως οπού το γευθής, ευθύς σε τελειόνει. ΡΩΜΑΙΟΣ Να τα φλωριά.

Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν.