Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Διά το σώμα του Ιησού είχε παρουσιασθή άνθρωπος όπως λάβη άδειαν παρά του Πιλάτου να το θάψη. Καίτοι εκ δειλίας ή εξ αδυναμίας δεν είχε κηρύξει αναφανδόν μέχρι τούδε την πίστιν εις τον Ιησούν, αλλ' όμως δεν μετέσχε της ψήφου του Συνεδρίου ούτε συνήνεσε εις την πράξιν των. Και η λύπη και η αγανάκτησις ενέπνευσαν αυτώ θάρρος.
Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.
Άδικον είχον να υποθέσω γάλλους στρατιώτας και μάλιστα Ζουάβους ικανούς να εκθέσουν χωρίς λόγον τον συστρατιώτην των εις τόσον άνισον αγώνα, και άδικον να πιστεύσω ότι ο αντίπαλός μου είχε τω όντι σκοπόν να με σκοτώση και να με θάψη εις τον λάκκον εκείνον.
Μες της θερμής αγάπης της την αγκαλιά βρίσκει ένα λόγο, μια παρηγοριά, να θάψη, να γλυκάνη τις μάβρες, τις πικρές τις στέρησες της τορινής ζωής της. Αφίνει να γλυκοχαράζουν μες τον κουρασμένον της το νου, να φτερουγίζουν μαγικές, ολόχρυσες ελπίδες, για μια νέα ζωή ονειρεμένη, πλουσιοπάροχη, που θενά φέρη με καιρό μέσα στο φτωχικό σπιτάκι τους, η μοίρα της καλότυχής της κόρης.
Την νύκτα εφοβούμουν να μείνω μονάχος· έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους πού είχα θάψη και το ψωμί που έτρωγα μου φαινότανε πως μυρίζει λιβάνι. Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζωμαι τους αποθαμμένους και να λυπούμαι ολιγώτερο τους ζωντανούς. — Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ο Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν το βλέμμα.
Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά διά να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθ' ην ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον εκολάφιζον, διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά. Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι.
Μετά την απόκρισιν ταύτην εσύναζε τα λοιπά κρέατα και επέστρεψεν εις την οικίαν του όπου, ως υποθέτω, εσκόπευε να τα ενώση και να τα θάψη. Ούτως ο Αστυάγης ετιμώρησε τον Άρπαγον. Έπειτα δε, σκεπτόμενος περί του Κύρου, προσεκάλεσε τους ιδίους μάγους οίτινες άλλοτε είχον εξηγήσει το ενύπνιόν του.
Ο δεύτερος ήτο ήδη εν μέρει μαθητής, αλλ' επεθύμει να γείνη εντελής ακόλουθος, μόνον ότι είχεν ανάγκην να θάψη τον πατέρα του. «Ακολούθει μοι, απήντησεν Εκείνος, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Ο Θεοφύλακτος ερμηνεύει ότι το αίτημα του ανθρώπου ήτο να μείνη κατ' οίκον μέχρι του θανάτου του πατρός του, και είτα ν' ακολουθήση τον Χριστόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν