United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρίτων Εκείνος που λέγω εγώ εκάθητο τρίτος στη σειρά δεξιά σου· ανάμεσά σας ήτανε το παιδί του Αξιόχου· πόσον, αλήθεια, μου φάνηκε πως εμεγάλωσε, Σωκράτη! σαν να έχη επάνω κάτω την ίδια ηλικία με τον δικό μου τον Κριτόβουλο· εκείνος όμως είναι ισχνός και μικροκαμωμένος διά την ηλικίαν του, ενώ αυτός είναι πλέον σχηματισμένος και αλήθεια ωραιότατος και χαριτωμένος νέος.

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της: — Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα!

Την άλλη άνοιξι η όμορφη βασίλισσα γέννησε μια βασιλοπούλα, που η ομορφιά της δεν είχε μετασταθή στον κόσμο. Σαν εμεγάλωσε η βασιλοπούλα, αγάπησε τωραίο περιβόλι με τα μεγάλα δένδρα, τα ωραία λουλούδια, τις λίμνες, τα ποταμάκια, τα χαριτωμένα πουλιά και τους λευκούς κύκνους.

Είχε λόγου χάριν μίαν βρύσιν, όπου βράδυ βράδυ εμαζεύοντο η κοπελιές με τα σταμνιά των, βιαστικές, διότι τας εκάλουν εις τον εσπερινόν μία καμπάνα και δύο ή τρία σήμαντρα. Η καμπάνα εκείνη ήτο βέβαια του Αγίου Γεωργίου, που την είχαν κρεμασμένη σένα ξύλο, στην πόρτα δίπλα. Τώρα που εμεγάλωσε θα έφθανε κιαυτός να σημάνη.

Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος.

Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Ο νέος εμεγάλωσε, έγεινε άνδρας, χωρίς να δη ποτέ γυναίκες. Τότε τον επήρε ο πατέρας του κεπήγαν στην πολιτεία και τον εγύρισε δεξιά κιαριστερά. Ο νέος, σα μικρό παιδί ακάτεχο, ερωτούσε τον πατέρα του για κάθε πράμμα πούβλεπε τείνε τούτο και τείνε κείνο.