United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καλάφ που ήτον καλά παιδευμένος εις την τέχνην των γερακιών, το έκραξε και ήλθε και το έπιασεν. Αυτός κατά πως εστοχάσθη, απείκασεν ότι αυτό το γεράκι θα ήτον του βασιλέως του τόπου εκείνου, και κατά πως εστοχάσθη έτσι ήτον.

Όπως υπάρχουν, ή όπως δεν υπάρχουν; — Όπως υπάρχουν. — Διότι βέβαια, αν ενθυμείσαι, Κτήσιππε, απεδείξαμεν και προηγουμένως ότι κανείς δεν λέγει ένα πράγμα που δεν υπάρχει· δεν ευρέθηκε ποτέ κανείς να κάμνη λόγον διά το τίποτε. — Και τι έχει να κάμη; είπεν ο Κτήσιππος· μήπως δι' αυτό αντιλέγομεν ολιγώτερον εγώ και συ: — Αλλά θα αντιλέγαμεν αρά γε, αν εκάμναμεν και οι δύο μας λόγον περί του αυτού πράγματος; ή θα ελέγαμεν απεναντίας τα αυτά πράγματα; — Τα αυτά. — Αλλά μήπως θα αντιλέγαμεν, όταν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λέγωμεν το πράγμα όπως είναι; ή μάλλον, εν τοιαύτη περιπτώσει, κανείς από τους δύο μας δεν θα έκαμνε λόγον περί αυτού του πράγματος; — Δεν θα έκαμνε. — Αλλ' αρά γε, όταν εγώ μεν λέγω ένα πράγμα όπως είναι, συ δε ομιλείς περί άλλου πράγματος, μήπως αντιλέγομεν τάχα τότε; ή δεν είναι μάλλον αληθές, ότι εγώ μεν ομιλώ περί εκείνου του πράγματος, συ δε ούτε καν λόγον κάμεις περί αυτού; και εν τοιαύτη περιπτώσει πώς θα ήτο δυνατόν να αντιλέγωμεν;

Κατά τους μήνας του χειμώνος εκείνου συνέβη να πέση τόσον άφθονον ψαρικόν εις τους αιγιαλούς της νήσου, ώστε ο καπετάν Στέφος εις το μερίδιόν του επήρεν, εις 67 ημέρας, 1300 δραχμάς. Εις το πλάγι ενός βουνού, εις το μέρος το πλέον άγονον και άνυδρον, ο Στέφος έδωκε τρεις λίρας εις πτωχόν χωρικόν και ηγόρασεν εκτεταμένον αγρόν.

Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 ζορίζομαι, ως μου μέλλονταντον κόσμο να πλανώμαι. εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε μετο πλοίο, μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225 «Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω• μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».

Τέτοια μάλιστα υπόληψη τον έχουμε το Θεοδόσιο, που δε μας φαίνεται τόσο πως τα μέτρα του στάθηκαν πέρα και πέρα παράλογα, όσο πως οι αυλικοί του κ' οι αξιωματικοί του τα βάλανε σε πράξη πολλές φορές με βάρβαρο και μ' απάνθρωπο τρόπο. Αυτό προπάντω θα το παρατηρήσουμε στάλλο το ζήτημα του καιρού εκείνου, το ειδωλολατρικό.

Ανήκει αληθινά στην «φιλολογία του κόσμου» για την οποία μιλούσε ο Γκαίτε. Άρχοντες, έχετε την ευχαρίστησι ν' ακούστε μια ωραία ιστορία αγάπης και θανάτου; Την ιστορία του Τριστάνου και της Βασίλισσας Ιζόλδης; Ακούστε πώς με μεγάλη χαρά και μεγάλη λύπη αγαπήθηκαν, και πώς πέθαναν έπειτα την ίδια μέρααυτός εξ αιτίας εκείνης, αυτή εξ αιτίας εκείνου.

Αφού λοιπόν ετελείωσα την επιστασίαν της πρεσβείας μου, και έλαβα μεγάλας περιποιήσεις και πλουσιώτατα και πολύτιμα δώρα παρά του βασιλέως εκείνου, έλαβα και το θέλημα διά να μισεύσω.

Δεν είνε απίθανον ότι ο αρχισυνάγωγος ούτος, υπήρξεν είς εκ της πρεσβείας, ήτις είχε συνηγορήσει παρά τω Ιησού υπέρ του εκατοντάρχουπροσηλύτου υφ' ου είχε κτισθή η Συναγωγή. Εάν ούτως έχη, θα εγνώριζεν εκ πείρας την δύναμιν Εκείνου τον οποίον επεκαλείτο.

Η Ελπίδα ξαφνίστηκε σα να της έδωκαν μαχαιριά. Την έγγιξε εκεί που την πόναγε. Το σπίτι της ήξερε τι άξιζε· και το σπίτι και το κλήμα της. Κι αν τάκανε θυσία, τάκανε μόνον για να βαστάξη ψηλά τόνομα της γενιάς του· της γενιάς εκεινού και τη δική της. Ο Αριστόδημος είνε σημερνός μα η γενιά είν' αιώνια. Αύριο θ' αλλάξουν τα πρόσωπα· θ' αλλάξουν και τα μυαλά μαζί. Τώλπιζε τουλάχιστον.