Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Και έτσι λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε που να την δείρη.

Τότε το Τελώνιον έκαμεν όρκον εις τον μέγαν Προφήτην να φυλάξη τα όσα έταξε του ψαρά· και αυτός ευθύς άνοιξε το αγγείον, και εβγήκε καπνός ως και πρώτον, και έλαβε το Τελώνιον την μορφήν και το είδος του ως πρότερον και ύστερα εκτύπησε το αγγείον με το ποδάρι του, και το έρριψεν εις την θάλασσαν.

Τον προέτρεψε να δείξη και εις αυτήν την τέχνην του και ούτος το έκαμεν ευχαρίστως. Και καθημέραν ήδη η λυγερή δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να τον ακούη αυλούντα. Πολλάκις, ότε ο Μήτρος ηρνείτο να πράξη τούτο, αύτη τον παρεκάλει επιμόνως και ο βοσκός υπέκυπτε κολακευόμενος διά την τέχνην του είτε χαριζόμενος εις την επιθυμίαν της.

Είχα διαβάσει άλλοτε το μυθιστόρημα, το οποίον μου έκαμεν έντύπωσιν, προπάντων διά την έξοχον εκείνην ηθογραφίαν της οικογενείας Μεμιδώφ• ο γέρο Μεμιδώφ π.χ. είνε τύπος αληθινού φιλολογικού έργου, ― και δι' αυτό ίσως η εντύπωσίς μου εις το δράμα δεν ημπορεί να είνε ελευθέρα, ανεπηρέαστος, ξεκαθαρισμένη.

Ας είν' καταραμένη! Τι έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα παινέματα... Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό.

Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.

Και μετά την εκ της πόλεως επάνοδον, εξηκολούθει να πηγαίνη το βράδυ εις την βρύσιν, όπου εμάνθανε τα γυναικεία νέα της ημέρας, τι είπεν η μία και τι έκαμεν η άλλη, τι ύφαινεν η μεν και τι εξύφαινεν η δε. Εκεί, αποθέτουσαι τα σταμνιά επί του γεισώματος της κρήνης και περιμένουσαι σειράν, νέαι και ηλικιωμέναι γυναίκες εφλυάρουν επί τινα ώραν και έπειτα μία μία απήρχοντο με το σταμνί επ' ώμου.

Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνήν εξέβαλλεν, ούτε κίνημα έκαμεν, ούτε εσκέπτετό τι περί όλης της θέσεως των πραγμάτων. — Δεν με μέλει για την Στέρφα, είπε τέλος στενάζων ο βοσκός. Την Ψαρή ας μπορούσα να γλυτώσω! . . .

Εγνώριζα ότι ήτο ανασηκωμένος από τον πρώτον μικρόν θόρυβον και ότι εστράφη εις το κρεββάτι του. Έκτοτε ο τρόμος δεν έπαυσεν αυξάνων. Έκαμεν όλα τα δυνατά διά να πεισθή ότι ο τρόμος αυτός ήτο χωρίς αιτίαν, αλλά δεν κατώρθωσε να το επιτύχη.

Εμάς τους δύο θέλουν και καλά να μας πάνε στον παράδεισο. — Γωύ! έκαμνεν αρνητικώς ο κύων. — Με το στανιό θέλουν να μας αγιάσουνε. — Γωύ! — Δεν μας σώνουν τα άλλα τα βάσανά μας, μας αφήνουν και νηστικούς. — Γαυ! έκαμεν ο κύων καταφατικώς. — Να είχα τουλάχιστον ένα κόκκαλο να σου ρίξω εσένα, και μένα δεν με μέλει, ειμπορώ να μείνω και νηστικός.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν