Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Άπονα, Αλόνζε· μ' εμεταχειρίσθηκες, εμένα και τη θυγατέρα μου· στην πράξη συνέργησε ο αδελφός σου· γι' αυτό θερίζεσαι τώρα, Σεβαστιανέ. Θα ξεσκεπασθώ, και θα φανώ, όποιος ήμουν άλλη φορά, δούκας του Μιλάνου. — Γλήγορα, πνεύμα, σε λίγο είσ' ελεύθερος. Ο ΑΡΙΕΛ ματαμπαίνει και βοηθώντας τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ να ντυθή τραγουδάει.
ΜΙΡ. Η ιστορία σου, αφέντη, θα έδινε την ακοή των κουφών. ΠΡΟΣΠ. Για ν' αφανίση την χώριση, που τον διέκρινε ακόμη από το υποκείμενο, που αυτός επαράσταινε, θέλει εξ ανάγκης να γενή αληθινός δούκας του Μιλάνου. Εμένα, του μαύρου, ήταν η βιβλιοθήκη μου αρκετή δουκαρχία! ΜΙΡ. Ω Ουρανέ! ΠΡΟΣΠ. Σημείωσε τη συμφωνία, και ό,τι ακολούθησε, και έπειτα λέγε μου αν τούτος ήταν αδελφός.
Θάλαμος εν τω μεγάρω του Γλόστερ. ΡΕΓ. Ώστ' εξεστράτευσε λοιπόν ο δούκας; ΟΣΒ. Ναι, κυρία. ΡΕΓ. Κ' επήγε εις τον πόλεμον κι' ο ίδιος; ΟΣΒ. Ναι, κυρία. αλλ' όμως χωρίς όρεξιν. Η αδελφή σου είναι ο άνδρας ο αληθινός! ΡΕΓ. Προτού αναχωρήση μαζί του δεν ωμίλησε διόλου ο Εδμόνδος; ΟΣΒ. Όχι, κυρία μου. ΡΕΓ. Αλλά, τι άραγε να γράφη η αδελφή μου εις αυτό το γράμμα 'ς τον Εδμόνδον; ΟΣΒ. Δεν 'ξεύρω.
Ο θάνατος να πάρη.... Τι μου τον έβαλαν εκεί; Αυτό με πείθει ότι μου κρύπτονται εξεπίτηδες κ' εκείνη και ο δούκας! — Τον άνθρωπόν μου δότε μου! — Πήγαιν' ευθύς 'ς τον δούκα κ' εις την γυναίκα του, κ' ειπέ έξω εδώ να έλθουν να τους ιδώ. Τώρα ευθύς να έλθουν να μ' ακούσουν! Ειδέ, πηγαίνω και βροντώ 'ς την θύραν 'πού κοιμούνται, ως 'που να γίνη θάνατος ο ύπνος και των δύο!
Αν σ' ερωτήση πού είμαι, ειπέ ότι είμαι άρρωστος και επλάγιασα. — Και με την ζωήν μου αν έχω να το πληρώσω, όπως μ' εφοβέρισαν, θα τον βοηθήσω τον γέροντα κύριόν μου, τον βασιλέα μου! Έχουν να γίνουν παράδοξα πράγματα, Εδμόνδε, πρόσεχε, σε παρακαλώ! ΕΔΜ. Αυτήν σου την ευγένειαν ο δούκας θα την μάθη αμέσως τώρα.
Ο Δούκας Χοέλ και ο Καερδέν παρέταξαν αμέσως τα πρώτα τμήματα των ιπποτών, μπρος στης πόρτες των τειχών. Άμα έφθασαν σε απόστασι τόξου, σταμάτησαν τάλογα, με τα κοντάρια χαμηλωμένα, ενώ σαν βροχή του Απρίλη έπεφταν απάνω τους τα βέλη. Ο Τριστάνος ωπλιζότανε κι' αυτός με κείνους που τελευταία είχε ξυπνήσει ο φρουρός.
— Α! να την, η Βασίλισσα, τώρα τη βλέπω! λέει ο Καερδέν. — Ε! όχι! είναι η Βραγγίνα η Πιστή, λέει ο Τριστάνος». Αλλά τότε ο δρόμος έλαμψε με μιας, σα να ξεχείλισε ξαφνικά το φως του ήλιου μέσ' από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων: η Ιζόλδη η Ξανθή παρουσιάστηκε! Ο Δούκας Αντρέ — ο Θεός να τον τιμωρήση! — εκάλπαζε δεξιά της.
— Ο Γιαννίκας. — Με τα ψιμάρνια; — Ο Ζάγιαννας. — Με τα γαλάρια; — Ο Νάσης. — Με τα μηλιόρια; — Ο Θόδωρος. — Και με τα στέρφα; — Ο Χίτας. — Ο Δούκας πού είνε; — Για κλαρί. — Επήγε αργά; — Πολλιώρα. — Ζαβολαούδα! Εδιάλεξε κι' αυτός καιρόν απόψε Με τέτοιον άγριο δρόλαπα να νυχτοπαραδέρνη. — Δεν είνε και κακόγκρανος, έχει ψημένην σάρκα. — Απόψε ουδέ τα Παγανά, παιδιά μου, δεν προβαίνουν.
ΑΓΓΕΛ. Ω αυθέντα μου, απέθανε ο δούκας! Τον σκότωσ' ένας δούλος του εκεί όπου τον Γλόστερ ο δούκας τον ετύφλωνε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ετύφλωσε τον Γλόστερ! ΑΓΓΈΛ. Δούλον τον είχε από παιδί, — αλλ' ο θυμός τον 'πήρε κ' ετόλμησε ν' αντισταθή με το σπαθί 'ς το χέρι 'ς την πράξιν του κυρίου του. Ο δούκας αφρισμένος ώρμησε τότε και νεκρόν τον άφησε 'ς τον τόπον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν