Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Κει που τήραε λόγυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της 1045 Να διαβή άξαφνα θωρεί· Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε, τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, 1050 Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή. Δεύτερη φορά συμβαίνει, Σ' άλλο μέρος το ανταίνει, Και με φόβο σταματάει· 1055 Μον σαν πρώτα δεν τη σκιάζει· Και να το χαμοκυττάζη Όλο σαν αποκοτάει.

Αλλ' ενόησεν ότι έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού. Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν είχεν όπλον.

Και από της ημέρας εκείνης ο άνθρωπος συνελάμβανε την πρώτην ιδέαν να ναυπηγήση πλοίον, να διαβή πελάγη και ωκεανούς και να δώση εις τον Σοφοκλήν αφορμήν ν' αναφωνήση ότι: Ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει. Εάν νομίζετε ότι δεν έγινε κατ' αυτόν τον τρόπον το πρώτον λουτρόν, εάν έχετε την ιδέαν ότι ο πρώτος αποπειραθείς να κολυμβήση επνίγη, διότι δεν ήξευρε να κολυμβά, δεν επιμένω εις την ιδέαν μου.

Τούτο διέταξε να κάμνωσι και όλοι οι εις τα πέριξ χωρία θερίζοντες. Την δε εβδόμην του Αυγούστου διέταξε το μεγαλήτερον μέρος της στρατιάς του να διαβή το μέρος εκείνο του ποταμού, όθεν έπαιρνον οι εχθροί νερόν, και να τοποθετηθή εκεί πλησίον· αυτός δε με το λοιπόν στράτευμα διέβη εις χωρίον Μποτίνου.

Ιδού δε ο αριθμός των φονευθέντων εν τη νήσω και εκείνων, οι οποίοι συνελήφθησαν ζώντες· τετρακόσιοι είκοσιν οπλίται εν όλοις είχαν διαβή εις την νήσον· εκ τούτων διακόσιοι ενενήκοντα δύο μετεκομίσθησαν εις τας Αθήνας ζώντες, οι δε λοιποί εφονεύθησαν. Μεταξύ των ζώντων ήσαν εκατόν είκοσι περίπου Σπαρτιάται. Εκ δε των Αθηναίων εφονεύθησαν όχι πολλοί, διότι η μάχη δεν ήτον εκ του συστάδην.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Εγώ ήλθα την σύντομον οδόν, είπεν ο Ρούντυ. «Ήλθα επάνω από τα βουνά· καμμιά οδός δεν είναι τόσον υψηλά, που να μην ημπορή κανείς να την διαβή.» — Αλλά και να σπάση και τον λαιμόν! είπεν ο μυλωθρός. «Και σεις μου φαίνεσθε ακριβώς 'σάν να εσπάσατε επί τέλους τον λαιμόν σας. Είσθε πολύ ριψοκίνδυνος!» — Ω! δεν πέφτει κάτω κανείς, εάν δεν το σκεφθή, είπεν ο Ρούντυ.

Παραλείπω ότι συνειθίζετε να δίδετε ως επί το πολύ χρησμούς αμφιβόλους, επιδεκτικούς αντιθέτων εξηγήσεων και σκοτεινούς, όπως εκείνος ο οποίος προέλεγεν ότι όστις διαβή τον Άλυν θα καταλύση μέγα κράτος, χωρίς να καθορίζη τίνος εκ των δύο αντιπάλων, του Κροίσου ή του Κύρου, το κράτος ενόει.

Άμα ανήγγειλαν αι σκοπιαί το κίνημα των εχθρών, ο Καραϊσκάκης απέστειλε τον Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου να υπάγη εις βοήθειαν των προαποσταλέντων εις Αράχωβαν από τινα δρόμον διά του βουνού του Διστόμου· αυτός δε μετ' ολίγον παραλαβών περίπου οκτακοσίους στρατιώτας χωρίς αποσκευάς εκίνησε προς τον Ζεμενόν, όθεν είχον ήδη διαβή οι εχθροί διευθυνόμενοι προς Αράχωβαν.

Ο Μουσταφάμπεης έμεινε την νύκτα ταύτην εις το επάνωθεν της Δαύλειας μοναστήριον επονομαζόμενον της Ιερουσαλήμ και εκεί ομιλών με τους περί αυτόν ανέφερεν ότι την επομένην ημέραν έμελλε να διαβή από την Αράχωβαν διά να υπάγη εις Σάλωνα· ακούσας τούτο είς των διακόνων του Μοναστηρίου, ειδήμων της Αλβανικής γλώσσης, μεταβαίνει την νύκτα εις Δίστομον και το αναγγέλλει εις τον Καραϊσκάκην.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν