Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον σηνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Αφού δε ηυχαρίστησαν την περιέργειάν των, εφρόντισαν να κορέσωσι και των ξένων την πείναν, προσκαλούσαι αυτούς να συγκαθίσωσιν εις την τράπεζαν του δειλινού, όπου κατά πρώτον εγεύθησαν τα τέκνα εκείνα της Άρκτου τους γλυκείς της μεσημβρίας καρπούς, τα σύκα και τας σταφίδας εκείνας, περί ων ηρώτα η σοφή Ιωάννα, λείχουσα τα χείλη και τους δακτύλους, αν ταύτα ήσαν ο γλυκύς του λωτού καρπός.
Λέγω λοιπόν ότι ο πλούσιος στολισμός όχι μόνον δεν αναδεικνύει το κάλλος μιας ωραίας γυναικός, αλλά και εναντιούται εις την εντύπωσιν αυτού, καθότι πάντες όσοι την βλέπουν καταπλήσσονται υπό του χρυσού και των πολυτίμων λίθων, αντί να θαυμάζουν το χρώμα της γυναικός ή το βλέμμα ή τον τράχηλον, τον βραχίονα ή τους δακτύλους• ο θεατής παραβλέπτων ταύτα, στρέφει όλην του την προσοχήν εις τον σαρδικόν ή τον σμάραγδον, το περιδέραιον ή το βραχιόλι, είνε δε επόμενον εκείνη να λυπηθή βλέπουσα ότι παροράται και ότι οι στολισμοί της δεν αφήνουν τους θεατάς να την επαινούν, αλλ' υποβιβάζουν εις δευτέραν μοίραν το κάλλος της.
Αλλ' η Μαργή εις απάντησιν εξέτεινε προς αυτόν το άσπρο της χεράκι με ανοικτούς δακτύλους και είπε: — Να στα φεγγιά σου! Με όλα τα επιφωνήματα της ευχαριστήσεως, με τα οποία υπεδέχετο τον λιθοβολισμόν ο Μανώλης, δεν έμεινε και πολύ ευχαριστημένος εκ της σκηνής εκείνης.
Η Σμάλτω μόλις έφθασεν εκεί, έστρεψεν ολίγον την κεφαλήν χωρίς να θέλη, και διά του κανθού των οφθαλμών παρετήρησε την σκιάδα. Αλλ' ευθύς, ως να είδεν αυτήν υπερφυσικού μεγέθους και να εξέλαβε διά σκελετώδεις γαμψώνυχας δακτύλους τους εξέχοντας προς τ' άνω στύλους της και δι' ανωρθωμένην χαίτην εξηγριωμένου θηρίου την χορτώδη στέγην της, απέσυρε το βλέμμα τεταραγμένη.
Εξήλθεν εξ αυτού είς έφηβος προγάστωρ με πρόσωπον γεμάτον εξανθήματα, και με μαργαρίτας εις όλους του τους δακτύλους. Του προσέφερον έν κύπελλον οίνου αρωματισμένου. Το έπιε και εζήτησε δεύτερον.
Και κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα.
Αλλ' αι ταλαιπωρίαι και τα δυστυχήματα της φυλής και εν πεζώ λόγω ιστορούμενα είναι πάντοτε ποίησις· εάν δε απ' αρχής μέχρι τέλους παρακολουθήση τις εις τον βαθμιαίον εξελιγμόν του εθνικού δράματος και την αλληλουχίαν των περιστάσεων, εν αις συγκεφαλαιούται ο μυριετής αγών, ουδέν άλλο βλέπει, ειμή γενεάς επί γενεών ως επί δέλτου νεκρικού ημερολογίου στιχηδόν τεταγμένας, οιονεί πολυαρίθμους χορδάς γιγαντιαίας Αιολικής φόρμιγγος παράλογος μεν επί πλείστον αμνηστουμένης, αείποτε δε προσδοκώσης πεπειραμένους δακτύλους, ίνα διά της πρώτης αυτών κρούσεως εκπέμψη φθόγγους ηδίστους και εξαισίους υμνωδίας.
Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους • του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά.
Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν