United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα έχομε λειτουργία για κείνους που γεννιούνται, και όχι για κείνους που πεθαίνουν. Καταλαβίγκος; Σήμερον είνε ημέρα για τους ζωντανούς, Ξεροκαταλαβίγκος; Και αμέσως, οπού λες, άλλε μου καλέ, «Χριστός Γεννάται» και πέρνει καιρό. Κ' εφαίνετο το γέλοιο του από δω και πέρα· ώστε γελούσε και το σημάδι του προσώπου του.

Μπαμ!.. αντιλάλησε σύγκαιρα στη λαγγαδιά. Γύρισε ψηλά· το αντρόγυνο έπαιρνε τον ανήφορο πηδητάκυνηγητά, σαν ζευγάρι αγριόγιδα στην ώρα της λαύρας τους. Τραγουδούσε ο γαμπρός, κ' ήταν το τραγούδι του χαρά και υπόσχεση. Γέλοιο πηδούσε μικρό και λιγοθυμισμένο από τα πύρινα στήθη της νύφης. Το χιονάτο αγιόκλημα περίμενε σα νυφιάτικη κλίνη στο διάσελο· έσυρε το ταίρι στους δροσερούς κρυψώνες του.

Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια. Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού.

Ό,τι είπα, το είπα μεταξύ μας, και θα ήμουνα ευτυχής αν κατώρθωνα να σε βγάλω λίγο από την πλάνη που βρίσκεσαι και, για να σε διασκεδάσω, θα ήθελα να σε πήγαινα να δης κάποια από τις κωμωδίες του Μολιέρου στο ζήτημα αυτό. ΑΡΓΓΑΝ Είνε πολύ αυθάδης αυτός ο Μολιέρος σου με τις κωμωδίες του και τον βρίσκω γελοίο να τολμά να παίζη με ανθρώπους εντίμους σαν τους γιατρούς.

Πράγματά τινα είναι τόσον κωμικά, ώστε πρέπει κανείς ή να καταλαμβάνεται από γέλοια ή να πεθαίνη! . . . Το να πεθαίνη κανείς από γέλοιο θ' αποτελή μεταξύ των δοξασμένων θανάτων τον ενδοξότατον θάνατον. Ο σιρ Θωμάς Μουρδεν ήτο ο πρώτος τυχών ο σιρ Θωμάς Μουρλοιπόν και αυτός απέθανε γελώντας, ως θα ενθυμείσθε.

Εγελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο!

Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και όνειρα. Δεν χασομερίζει καθόλου.

Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.